Κρισναμούρτι.: Αν φυτευτεί ο σπόρος της αλήθειας, πρέπει να ζωντανέψει, πρέπει να μεγαλώσει, πρέπει να λειτουργεί, να έχει τη δική του ζωή.
Δρ. Μπομ: Ίσως πολλά εκατομμύρια ανθρώπων να έχουν διαβάσει ή ακούσει αυτά που λέτε. Μοιάζει, όμως, σαν ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς να μην έχει καταλάβει. Νομίζετε ότι, τελικά, θα τα καταλάβουν όλοι;
Κ.: Όχι, αλλά υπάρχει συνέχεια, ανησυχούν, ρωτάνε, «τι εννοεί μ’ αυτό;». Ο σπόρος λειτουργεί, μεγαλώνει, δεν είναι νεκρός. Μπορεί να δεις κάτι ψεύτικο– κι αυτό επίσης λειτουργεί.
Δρ. Μπομ: Ναι, αλλά έτσι έχουμε μια πάλη ανάμεσα σε δύο πράγματα και δεν μπορούμε να προβλέψουμε το αποτέλεσμα αυτής της πάλης, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα.
Κ.; Φυτεύει κάποιος μέσα μου το σπόρο ότι, «η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι». Επίσης είναι φυτεμένος μέσα μου κι ένας άλλος σπόρος που λέει, «υπάρχει δρόμος για την αλήθεια, ακολούθησέ με». Ο ένας είναι ψέμα, ο άλλος αλήθεια. Είναι και οι δύο βαλμένοι στη συνείδησή μου. Έτσι, υπάρχει μία ασταμάτητη πάλη. Λειτουργούν και το αληθινό και το ψεύτικο. Το τελευταίο, αν είμαι κάπως ευαίσθητος, μου προξενεί περισσότερη σύγχυση, περισσότερη δυστυχία και πάρα πολύ πόνο. Αν, λοιπόν, δεν αναζητήσω καμιά φυγή να ξεφύγω απ’ αυτόν τον πόνο, τι θα γίνει;
Δρ. Μπομ: Αν δεν αναζητήσετε καμιά φυγή, τότε είναι φανερό τι θα γίνει. Θα έχετε την ενέργεια που χρειάζεται για να δείτε τι είναι αληθινό.
Κ.: Ακριβώς.
Δρ. Μπομ: Αλλά τώρα, ας πάρουμε τους ανθρώπους που πράγματι αναζητούν φυγές, που όπως φαίνεται είναι πολλοί.
Κ.: Αυτοί είναι απέξω και οι απέξω -έχετε δίκιο- είναι εκατομμύρια. Αλλά ακόμα και τότε η πάλη μέσα τους συνεχίζεται.
Δρ. Μπομ: Ναι, αλλά έτσι δημιουργείται γύρω σύγχυση.
Κ.: Αυτό ακριβώς κάνουν όλοι.
Δρ. Μπομ: Ναι, αλλά δεν ξέρουμε τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης.
Κ.: Α όχι, τα ξέρουμε: δικτατορίες, εκφυλισμός…
Δρ. Μπομ: Ξέρω, χειροτερεύουν τα πράγματα. Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, το όλο θέμα. Για μερικούς, λοιπόν, ανθρώπους που μένουν κι αντιμετωπίζουν τον πόνο, έρχεται η ενέργεια που χρειάζεται για ν’ αντιληφθούν την αλήθεια. Και για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που δραπετεύουν από τον πόνο, τα πράγματα χειροτερεύουν.
Κ.: Κι αυτοί είναι εκείνοι που κυβερνούν τον κόσμο.
Δρ. Μπομ: Πού βρίσκεται, τώρα, η έξοδος απ’ αυτή την κατάσταση;
Κ.: Λένε ότι δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό και καλύτερα να φεύγεις μακριά.
Δρ. Μπομ: Ούτε αυτό φέρνει κανένα αποτέλεσμα.
Κ.: Λένε ότι δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα, γι’ αυτό πήγαινε να ζήσεις στα βουνά ή μπες σε μοναστήρι, γίνε καλόγερος – αλλά αυτό δε λύνει τίποτα. Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συνεχίζει να φωνάζει.
Δρ. Μπομ: Ναι, τότε πρέπει να πούμε ότι δεν ξέρουμε το αποτέλεσμα του να φωνάζεις.
Κ.: Αν φωνάζεις για να πετύχεις κάποιο αποτέλεσμα, τότε δε φωνάζεις με το σωστό τρόπο.
Δρ. Μπομ: Ναι, έτσι γίνεται.
Κ.: Μιλάς, επισημαίνεις. Αν κανείς τους δε θέλει να προσέξει, είναι δική τους δουλειά, εσύ απλώς συνεχίζεις. Τώρα, θα ήθελα να πάω πάρα πέρα. Υπάρχει, ξέρετε, κάποιο μυστήριο που η σκέψη δεν μπορεί να το αγγίξει. Ποιος είναι ο λόγος που υπάρχει;
Δρ. Μπομ: Το μυστήριο; Νομίζω ότι θα μπορούσατε να το δείτε ως εξής: αν το ψάξεις μέσα στο πεδίο της σκέψης και της λογικής, θα διαπιστώσεις ότι δεν έχει ξεκάθαρη βάση. Οπότε καταλαβαίνεις ότι «εκείνο που είναι» πρέπει να βρίσκεται πέρα απ’ αυτό το πεδίο. «Εκείνο που είναι», λοιπόν, είναι το μυστήριο.
Κ.: Ναι.
Δρ. Μπομ: Θέλω να πω ότι δεν μπορείς να ζεις στο πεδίο της πραγματικότητας και της σκέψης, για όλους τους λόγους που αναφέραμε.
Κ.: Όχι, φυσικά δεν μπορείς. Αλλά δε με νοιάζει, δεν έχω φοβίες.
Δρ. Μπομ: Δε σας νοιάζει γιατί έχετε ψυχολογική ασφάλεια. Ακόμη και αν κάτι σας συμβεί, δε σας επηρεάζει σε βάθος.
Κ.: Ζω στο πεδίο της πραγματικότητας, αυτή είναι η ζωή μου. Εκεί έχω συνειδητά επίγνωση και αγωνίζομαι, συνεχίζω να ζω σ’ αυτό το πεδίο. Και δεν μπορώ ποτέ να αγγίξω το άλλο. Δεν μπορώ να πω: «Εγώ μπορώ να το αγγίξω», γιατί όταν το αγγίξεις πραγματικά, δεν υπάρχει «εγώ» που να αγγίζει. Μου λέτε: «Υπάρχει ένα μυστήριο που είναι πέρα από κάθε κατανόηση». Επειδή είμαι εγκλωβισμένος εδώ, θα ήθελα να ’χω εκείνο. Εσείς μπορείτε να λέτε ότι υπάρχει ένα μυστήριο επειδή για σας αυτό είναι κάτι υπαρκτό, δεν είναι επινόηση, δεν είναι πρόληψη, δεν είναι αυταπάτη. Για σας είναι αλήθεια. Τα λόγια σας μου κάνουν τρομερή εντύπωση, εξαιτίας της εντιμότητά σας. Μου υποδεικνύετε κάτι κι εγώ θα ’θελα να το βρω. Με κάποιον τρόπο πρέπει να το βρω. Ποια είναι η ευθύνη σας απέναντι μου; Καταλαβαίνετε το θέμα; Λέτε ότι οι λέξεις δεν μπορούν ν’ αγγίξουν το μυστήριο, η σκέψη δεν μπορεί να το αγγίξει, κανενός είδους δράση δεν μπορεί να το αγγίξει, μόνο η δράση της αλήθειας· ίσως αυτή μπορεί να σου δώσει μια αίσθηση εκείνου του πράγματος. Κι εγώ, επειδή είμαι ένα δυστυχισμένο ανθρώπινο πλάσμα, θέλω να έχω λίγο από εκείνο. Αλλά έρχεστε εσείς και μου λέτε, «Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι, μην ακολουθείς κανέναν» – και μ’ αφήνετε μόνο μου. Αντιλαμβάνομαι, συνειδητά έχω επίγνωση του περιορισμένου της σκέψης, όλης της σύγχυσης, της δυστυχίας και όλων των άλλων. Δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση. Θα μπορέσει να με βοηθήσει η συμπόνια σας; Γιατί ένα μέρος αυτού του εκπληκτικού μυστήριου είναι η συμπόνια κι εσείς είσαστε συμπονετικός. Θα με βοηθήσει η συμπόνοια σας; Προφανώς όχι. Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν; Καίγομαι από επιθυμία για ’κείνο κι εσείς λέτε: «Μην έχετε καμιά επιθυμία για ’κείνο, δεν μπορείτε να το αποκτήσετε, δεν είναι θέμα προσωπικής σας ιδιοκτησίας». Το μόνο που μου λέτε είναι: «Βάλε τάξη στο πεδίο της πραγματικότητας».
Δρ. Μπομ: Ναι! και, «μη δραπετεύεις από τον πόνο».
Κ.: «Αν πραγματικά βάλεις τάξη στο πεδίο της πραγματικότητας, τότε κάτι θα συμβεί». Κι επίσης μου λέτε, ότι αυτό πρέπει να γίνει στιγμιαία. Κι εκείνο το μυστήριο είναι κάτι που το γνωρίζουν όλοι; Το γνωρίζουν, με την έννοια ότι ξέρουν πως υπάρχει κάτι το μυστηριώδες. Δε λέω τις επιθυμίες τους που δημιουργούν διάφορα μυστήρια, αλλά ξέρουν πράγματι ότι υπάρχει κάτι το μυστηριώδες στη ζωή, ξέχωρα από τον πόνο τους, το θάνατο, τις ζήλιες και τους φόβους; Ξέχωρα απ’ όλα αυτά, υπάρχει μια αίσθηση ότι η ζωή έχει κάποιο μεγάλο μυστήριο. Όλοι το ξέρουν ότι έχει κάποιο μυστήριο, έτσι δεν είναι;
Δρ. Μπομ: Νομίζω ότι όλοι πρέπει να έχουν κάποια αίσθησή του. Πιθανόν να γεννιέσαι με αυτή την αίσθηση, αλλά καθώς προ- χωράει η διαδικασία της διαμόρφωσής σου να σβήνει.
Κ.: Κι έχει κανείς μέσα του τη ζωντάνια και τη δύναμη να τα παραμερίσει όλα αυτά; Βλέπετε, κάτι τέτοιο έχει τη σημασία τού «ο Θεός είναι μέσα σου» – κι αυτό είναι επικίνδυνο.
Δρ. Μπομ: Όχι ακριβώς, αλλά κάπως το υπαινίσσεται. Νομίζω ότι ίσως τα παιδιά να το έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό, όταν είναι μικρά.
Κ.: Νομίζετε ότι τα σημερινά παιδιά το έχουν;
Δρ. Μπομ: Δεν ξέρω, ίσως ναι. Βλέπετε, η ζωή σε μια μοντέρνα πόλη πρέπει να επιδρά άσχημα.
Κ.: Φυσικά.
Δρ. Μπομ: Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Ένας απ’ αυτούς είναι η έλλειψη επαφής με τη φύση. Νομίζω ότι κάθε επαφή με τη φύση, φέρνει αυτό το μυστήριο.
Κ.: Ναι.
Δρ. Μπομ: Παραδείγματος χάριν, όταν κοιτάς τον ουρανό τη νύχτα.
Κ.: Ναι, αλλά οι επιστήμονες δίνουν εξηγήσεις για τα άστρα…
Δρ. Μπομ: Ναι, καταλαβαίνω.
Κ.: …και ο Κουστό εξηγεί τους ωκεανούς. Μειώνεται η σημασία των πάντων με τις εξηγήσεις.
Δρ. Μπομ: Ναι, έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι κατά κανόνα μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα.
Κ.: Έτσι η γνώση γίνεται κατάρα. Βλέπετε, η αντίληψη δεν έχει καμιά σχέση με τη γνώση. Η αλήθεια και η γνώση δεν πάνε μαζί’ η γνώση δεν μπορεί να περιλαμβάνει την απεραντοσύνη του μυστηρίου.
Δρ. Μπομ: Ναι, νομίζω ότι αν αρχίζαμε με ένα μικρό παιδί, ίσως αυτό τοποθετούσε το μυστήριο σε κάποια περιοχή που και το ίδιο δε θα ήξερε. Θα μπορούσε να το βάλει στο βυθό του ωκεανού ή κάπου έξω, μακριά από εκεί που βρίσκεται. Κι ύστερα μαθαίνει στο σχολείο ότι οι άνθρωποι έχουν πατήσει το πόδι τους παντού. Έτσι, όλη η ιστορία του μυστηρίου φτάνει να του μοιάζει ανύπαρκτη.
Κ.: Ναι. Όλο το θέμα γίνεται πολύ επιφανειακό.
Δρ. Μπομ: Αυτός είναι ο κίνδυνος της εποχής μας σήμερα, που δίνει, δηλαδή, την εντύπωση ότι ξέρουμε λίγο πολύ τα πάντα. Ότι έχουμε, τουλάχιστον, μια γενική ιδέα του όλου σχεδίου, αν όχι και των λεπτομερειών.
Κ.: Προχτές το βράδυ άκουγα τον Μπρονόβσκι, το συγγραφέα του «Η ανέλιξη του ανθρώπου». Είχε μια εξήγηση για τα πάντα.
Δρ. Μπομ: Η αρχική παρόρμηση ήταν να διεισδύσει μέσα σ’ αυτό το μυστήριο, αυτή ήταν η επιστημονική παρόρμηση. Και κατά κάποιον τρόπο ξεστράτισε. Απλώς έμοιαζε σαν να δίνει εξήγηση για πάντα.
Κ.: Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω κάτι; Εσείς, ως πεπειραμένος επιστήμονας, έχετε την αίσθηση αυτού του μυστηρίου;
Δρ. Μπομ: Ναι, έτσι νομίζω. Αλλά, ξέρετε, κάπως την είχα από πάντα μου αυτή την αίσθηση.
Κ.: Τώρα, όμως, έτσι καθώς συζητάμε γι’ αυτό, νιώθετε αυτή την αίσθηση να δυναμώνει; Όχι επειδή εγώ τη νιώθω αυτή τη δύναμη, αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό, τότε θα ήταν θέμα επηρεασμού και τέτοια. Αλλά αν συζητώντας γι’ αυτό, νιώθετε να του ανοίγουμε μια πόρτα.
Δρ. Μπομ: Ναι, νομίζω ότι η δική μου ιδιαίτερη διαμόρφωση έχει πολύ έντονη την τάση να απωθεί αυτή την ιδέα του μυστηρίου, παρόλο που νομίζω ότι η επιστήμη βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση.
Κ.: Αλλά, ακόμα και οι επιστήμονες παραδέχονται ότι υπάρχει κάποιο μυστήριο.
Δρ. Μπομ: Ναι, μέχρι ενός σημείου. Η γενική άποψη, όμως, είναι ότι τελικά θα μπορέσει να λυθεί.
Κ.: Να λυθεί, με την έννοια να μειωθεί η σημασία του με εξηγήσεις.
Δρ. Μπομ: Η προσωπική μου αίσθηση είναι όχι κάθε ιδιαίτερη επιστημονική εξήγηση θα είναι μέρος του πεδίου της πραγματικότητας και επομένως δε θα ξεκαθαρίσει το μυστήριο.
Κ.: Όχι, το ξεκαθαρίζει, αλλά από την άποψη ότι εγώ που σας ακούω να μου εξηγείτε τα πάντα στο τέλος θα πω: «Ε, δεν υπάρχει τίποτα».
Δρ. Μπομ: Αυτό είναι το βασικό σημείο όπου ξεχωρίζουν η αλήθεια από την πραγματικότητα, γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πεδίο της πραγματικότητας μπορείς να εξηγείς όλο και με μεγαλύτερη ευρύτητα χωρίς κανέναν περιορισμό.
Κ.: Αυτό ακριβώς κάνουν οι κομμουνιστές.
Δρ. Μπομ: Όχι μόνον οι κομμουνιστές.
Κ.: Φυσικά όχι, τους παίρνω σαν παράδειγμα.
Δρ. Μπομ: Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πούμε πως στο πεδίο της πραγματικότητας το καθετί μπορεί να εξηγηθεί, ότι μπορούμε να διεισδύσουμε βαθύτερα και ευρύτερα και ότι υπάρχει η δυνατότητα απεριόριστης προόδου. Αλλά η ουσία δεν εξηγείται.
Κ.: Όχι, η ερώτησή μου είναι διαφορετική. Σας ρωτάω αν έτσι καθώς μιλάτε έχετε κάποια ένδειξη ύπαρξης αυτού του μυστηρίου. Όντας επιστήμονας, ένας σοβαρός άνθρωπος, ίσως είχατε, πριν από πολύ καιρό, κάποια νύξη. Αλλά τώρα, καθώς μιλάτε, νιώθετε ότι δεν είναι απλή νύξη πια, αλλά αλήθεια;
Δρ. Μπομ: Ναι, είναι αλήθεια.
Κ.: Δεν είναι πια νύξη, λοιπόν;
Δρ. Μπομ: Νομίζω ότι είναι αλήθεια, εδώ και λίγο καιρό. Γιατί όλα όσα κάνουμε εδώ στο Μπρόκγουντ, αυτό αφήνουν να εννοηθεί.
Κ.: Ναι. Ξέρετε λοιπόν, υπάρχει κάτι ενδιαφέρον: η ύπαρξη της αλήθειας αυτού του μυστηρίου κάνει το νου να είναι εντελώς άδειος, έτσι δεν είναι; Είναι εντελώς ήσυχος. Ή, επειδή ο νους είναι ήσυχος, η αλήθεια του μυστηρίου υπάρχει. Δεν ξέρω αν καταφέρνω να μεταδώσω τίποτα. Όταν ο νους είναι εντελώς ήσυχος, χωρίς να χρησιμοποιείται, χωρίς να στοχάζεται πάνω σε κάτι κι επειδή έχει βάλει τάξη στην πραγματικότητα είναι ελεύθερος από τη σύγχυση, τότε υπάρχει κάποιο είδος σιωπής, απλώς ο νους απομακρύνεται από τη σύγχυση. Η συνειδητοποίηση, τώρα, ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι η σιωπή και η παραμονή μ’ αυτή τη συνειδητοποίηση χωρίς προσπάθεια φυγής, σημαίνει άρνηση του αποτελέσματος της τάξης.
Δρ. Μπομ: Μα λέτε ότι πρώτα βάζεις τάξη. Γιατί είναι αναγκαίο πρώτα να δημιουργήσεις τάξη και μετά να την αρνηθείς;
Κ.: Η άρνηση είναι σιωπή.
Δρ. Μπομ: Γι’ αυτό πρέπει να συμβούν τα πράγματα με αυτή τη σειρά;
Κ.: Επειδή όταν εξαλείφω την αταξία υπάρχει ένα είδος μαθηματικής τάξης και ως αποτέλεσμα αυτής της τάξης ο νους μου είναι ήσυχος.
Δρ. Μπομ: Και λέτε ότι αυτό δεν είναι αληθινή σιωπή.
Κ.: Όχι. Συνειδητοποιώντας ότι αυτή δεν είναι αληθινή σιωπή, προς στιγμή αρνούμαι την ψευδοσιωπή. Έτσι, με την άρνηση αυτής της σιωπής, δε θέλω καμιά άλλη σιωπή. Δεν υπάρχει καμιά κίνηση προς κάποια μεγαλύτερη σιωπή. Τότε έρχεται η ολοκληρωτική σιωπή που ανοίγει την πόρτα σ’ εκείνο το μυστήριο. Που σημαίνει ότι, όταν ο νους, με όλη του τη σύγχυση που κουβαλάει, δεν είναι τίποτα -το παραμικρό- ίσως τότε υπάρχει ε κ ε ί ν ο το ά λ λ ο.
Κρισναμούρτι,”Η αλήθεια και το υπαρκτό” μεταφρ.Ν Πιλάβιος εκδ Καστανιώτη
Read Full Post »