Το να γνωρίσουμε τον εαυτό μας σημαίνει να γνωρίσουμε τη σχέση μας με τον κόσμο – όχι μόνο με τον κόσμο των ανθρώπων και των ιδεών, αλλά και με τη φύση, με τα ζώα και με τα πράγματα που έχουμε στην κατοχή μας. Αυτά είναι η ζωή μας – η σχέση μας με τα πάντα. Και χρειάζεται για την κατανόηση αυτής της σχέσης να έχεις εξειδίκευση; Προφανώς όχι. Εκείνο που χρειάζεται είναι να έχεις επίγνωση της ζωής ως μιας ολότητας, ενός συνόλου. Πώς μπορεί λοιπόν κανείς να έχει επίγνωση; Αυτό είναι το πρόβλημά μας: πώς αποκτά κάνεις αυτή την επίγνωση – χωρίς αυτό να σημαίνει εξειδίκευση. Πώς θα μπορέσει να γίνει κανείς ικανός να ανταμώνει τη ζωή στο σύνολό της. Δηλαδή, να σχετίζεται όχι μόνο με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και με τη φύση, με τα πράγματα που έχει αποκτήσει, με τις ιδέες και με όσα κατασκευάζει ο νους του, όπως αυταπάτες, επιθυμίες κ.λπ. Πώς μπορεί κανείς να έχει επίγνωση όλης αυτής της λειτουργίας των σχέσεων; Σίγουρα αυτό είναι η ζωή μας, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει ζωή χωρίς σχέσεις• και η κατανόηση αυτών των σχέσεων δεν σημαίνει απομόνωση. Απεναντίας, απαιτεί πλήρη επίγνωση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι σχέσεις μας στην καθημερινή ζωή.
Πώς γίνεται να έχει κανείς επίγνωση; Πώς έχουμε επίγνωση για οτιδήποτε; Πώς έχεις επίγνωση της σχέσης σου μ’ ένα πρόσωπο; Πώς έχεις επίγνωση των δέντρων, του κελαηδήματος ενός πουλιού; Πώς έχεις επίγνωση των αντιδράσεών σου όταν διαβάζεις εφημερίδα; Έχουμε επίγνωση των επιφανειακών αντιδράσεων του νου; Όπως, επίσης, έχουμε επίγνωση και των εσωτερικών αντιδράσεών του; Πώς έχουμε επίγνωση οποιουδήποτε πράγματος; Καταρχάς, έχουμε επίγνωση μιας αντίδρασης σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, που είναι ολοφάνερο γεγονός, έτσι δεν είναι; Βλέπω, ας πούμε, ένα ωραίο ρούχο σε μια βιτρίνα και έχω μία αντίδραση, την εντύπωση που μου αφήνει- ύστερα μπαίνω μέσα κι έχω επαφή μ’ αυτό καθώς το πιάνω- ακολουθεί η σκέψη να το φοράω και μία ταύτιση μ’ αυτό- και τέλος έρχεται η επιθυμία να το έχω. Αυτή είναι η συνηθισμένη διαδικασία, έτσι δεν είναι: Μπορούμε να παρατηρήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει, χωρίς να χρειάζεται να μελετήσουμε κανένα βιβλίο.
Μέσα λοιπόν από την ταύτιση με κάτι ή με κάποιο πρόσωπο, παίρνεις ευχαρίστηση και πόνο. Και αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον για την άντληση της ευχαρίστησης ή για την αποφυγή του πόνου μάς φέρνει μία «ικανότητα», έτσι δεν είναι; Αν ενδιαφέρεσαι για κάτι που σου δίνει ευχαρίστηση, τότε υπάρχει αμέσως μια «ικανότητα» για να το έχεις- υπάρχει αμέσως επίγνωση για το γεγονός ότι θα αντλήσεις ευχαρίστηση. Αν, τώρα, σου φέρνει πόνο, τότε αναπτύσσεται ή «ικανότητα» για να το αποφύγεις. Όσο όμως βλέπουμε την κατανόηση του εαυτού μας ως μία «ικανότητα», νομίζω ότι θα αποτύχουμε- γιατί η κατανόηση του εαυτού μας δεν είναι θέμα ικανότητας. Δεν είναι μια τεχνική που μπορείς να την αναπτύξεις, να την καλλιεργήσεις, να τη δυναμώσεις με τον καιρό, με την ασταμάτητη όξυνσή της. Αυτή η επίγνωση του εαυτού του που μπορεί να έχει κανείς, σίγουρα, μπορεί να δοκιμαστεί στην πράξη, στις σχέσεις μας, μπορεί να δοκιμαστεί στον τρόπο που μιλάμε, στον τρόπο με τον οποίο φερόμαστε. Παρατηρήστε τον εαυτό σας χωρίς καμιά ταύτιση, χωρίς καμιά σύγκριση, χωρίς καμιά επίκριση• απλώς παρατηρήστε και θα δείτε κάτι το εξαιρετικό να συμβαίνει. Όχι μόνο βάζεις τέλος σε κάτι που κάνεις ασυνείδητα (γιατί οι περισσότερες πράξεις μας δεν είναι συνειδητές), όχι μόνο βάζεις τέλος σ’ αυτό, αλλά επιπλέον έχεις επίγνωση των κινήτρων αυτού που κάνεις χωρίς να το ψάξεις, χωρίς να σκαλίσεις βαθιά.
Όταν έχεις επίγνωση, βλέπεις όλη τη διαδικασία της σκέψης και της δράσης σου- αλλά αυτό μπορεί να συμβαίνει μόνο όταν δεν υπάρχει επίκριση. Όταν επικρίνω κάτι, δεν το κατανοώ. Και είναι ένας τρόπος κι αυτός για ν’ αποφεύγω κάθε είδους κατανόηση. Νομίζω ότι οι περισσότεροι από εμάς το κάνουμε σκόπιμα. Επικρίνουμε κάτι αμέσως και νομίζουμε ότι το έχουμε κατανοήσει. Αν δεν επικρίνουμε μια πράξη αλλά απλώς την κοιτάξουμε, αν έ-χουμε επίγνωσή της, τότε το περιεχόμενο, η σημασία αυτής της πράξης, αρχίζει να μας αποκαλύπτεται. Πειραματιστείτε μ’ αυτό και θα το δείτε μόνοι σας. Απλώς να έχετε επίγνωση, όχι με την έννοια της δικαιολόγησης – πράγμα που μπορεί να φαίνεται μάλλον αρνητικό, αλλά δεν είναι αρνητικό. Αντιθέτως, έχει την ποιότητα της ουδετερότητας που είναι άμεση δράση• και θα το ανακαλύψετε αυτό αν πειραματιστείτε μαζί του.
Σε τελευταία ανάλυση, όταν θέλεις να κατανοήσεις κάτι, πρέπει να έχεις μία ουδέτερη διάθεση, έτσι δεν είναι; Δεν μπορείς να το κατανοήσεις αν κάνεις διάφορες σκέψεις γύρω απ’ αυτό, αν κάνεις υποθέσεις ή το αμφισβητείς. Πρέπει να έχεις αρκετή ευαισθησία ώστε να συλλάβεις όλο το περιεχόμενό του. Είναι σαν να είσαι ένα ευαίσθητο φωτογραφικό φιλμ. Αν θέλω να σε κατανοήσω, πρέπει να έχω μία ουδέτερη επίγνωση• τότε μπορείς ν’ αρχίσεις να μου λες όλη σου την ιστορία. Και σίγουρα αυτό δεν είναι ζήτημα ικανότητας ή εξειδίκευσης. Με αυτή τη διαδικασία αρχίζουμε να κατανοούμε και τον εαυτό μας – όχι μόνο το επιφανειακό επίπεδο της συνείδησής μας, αλλά και τα βαθύτερα, που είναι ακόμα πιο σημαντικά, γιατί εκεί βρίσκονται όλα τα κίνητρά μας ή οι προθέσεις μας, οι κρυφές και μπερδεμένες απαιτήσεις μας, οι ανησυχίες, οι φόβοι και οι ορμές μας. Εξωτερικά, μπορεί όλα αυτά να βρίσκονται κάτω από έλεγχο, αλλά μέσα μας βράζουν. Μέχρις ότου κατανοηθούν εντελώς με την επίγνωση, προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία, δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία, δεν υπάρχει νοημοσύνη. Και η νοημοσύνη -με την έννοια της πλήρους επίγνωσης των διαδικασιών μέσα μας- είναι ζήτημα εξειδίκευσης; Και μπορεί αυτή η νοημοσύνη να καλλιεργηθεί μέσα από κάποιο είδος εξειδίκευσης; Γιατί αυτό είναι που συμβαίνει, έτσι δεν είναι; Η νοημοσύνη του ιερέα, του γιατρού, του μηχανολόγου, του βιομηχάνου, του επιχειρηματία, του καθηγητή – έχουμε όλη αυτή τη νοοτροπία της εξειδίκευσης. Ακόμα και για να αντιληφθούμε την υψηλότερη μορφή νοημοσύνης -που είναι η αλήθεια, ο Θεός, εκείνο που δεν μπορεί να περιγράφει- νομίζουμε ότι πρέπει να εξειδικευθούμε. Μελετάμε, ψάχνουμε, αναζητάμε• και έχοντας τη νοοτροπία του εξειδικευμένου, ή καταφεύγοντας σε κάποιον εξειδικευμένο -ψυχολόγο, γκουρού, δάσκαλο κλπ – μελετάμε τον εαυτό μας για ν’ αναπτύξουμε την ικανότητα που θα μας βοηθήσει να ξεσκεπάσουμε τις συγκρούσεις μας, τις δυστυχίες μας.
Αν έχουμε την παραμικρή επίγνωση, τότε θ’ αναρωτηθούμε κατά πόσο είναι δυνατόν το πρόβλημα της σύγκρουσης, της δυστυχίας και της θλίψης της καθημερινής μας ζωής να λυθεί από κάποιον άλλον κι αν δεν είναι δυνατόν, πώς μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε μόνοι μας όλα αυτά; Για να καταλάβουμε ένα πρόβλημα, είναι φανερό ότι απαιτείται κάποια νοημοσύνη• και αυτή τη νοημοσύνη δεν μπορείς να την έχεις ή να την καλλιεργήσεις με εξειδίκευση. Εμφανίζεται μόνο όταν έχουμε μία ουδέτερη επίγνωση όλης της διαδικασίας της συνείδησής μας, κι αυτό σημαίνει να έχουμε επίγνωση του εαυτού μας χωρίς επιλογές, χωρίς να διαλέγουμε εκείνο που είναι σωστό ή εκείνο που είναι λάθος. Όταν έχεις ουδέτερη επίγνωση, θα δεις ότι μ’ αυτή την ουδετερότητα -που δεν είναι αδράνεια, που δεν είναι απάθεια, αλλά εξαιρετική εγρήγορση- το πρόβλημα έχει εντελώς διαφορετική σημασία, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια ταύτιση με το πρόβλημα κι επομένως δεν υπάρχει επίκριση, κι έτσι το πρόβλημα αρχίζει να αποκαλύπτει το περιεχόμενό του. Αν μπορείς να το κάνεις αυτό σταθερά, διαρκώς, τότε κάθε πρόβλημα μπορεί να λυθεί ριζικά κι όχι επιφανειακά. Κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία, γιατί οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να έχουμε ουδέτερη επίγνωση και ν’ αφήνουμε ένα πρόβλημα να μας «μιλήσει» το ίδιο γι’ αυτό, χωρίς να δίνουμε δικές μας εξηγήσεις. Δεν ξέρουμε να κοιτάζουμε ένα πρόβλημα ουδέτερα. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, επειδή θέλουμε να βρούμε κάποια λύση στο πρόβλημα, θέλουμε μια απάντηση, αποβλέπουμε σε κάποιο αποτέλεσμα• ή προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα σύμφωνα με ό,τι μας ευχαριστεί ή με ό,τι μας πονάει ή έχουμε ήδη μια έτοιμη απάντηση για το πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Οπότε προσεγγίζουμε τα προβλήματα, που είναι πάντα καινούργια, με παλιά μοντέλα. Οι προκλήσεις της ζωής είναι πάντα κάτι καινούργιο, αλλά ο τρόπος που ανταποκρινόμαστε σ’ αυτές είναι πάντα κάτι παλιό. Και η δυσκολία μας είναι ότι η αντιμετώπιση της πρόκλησης δεν είναι επαρκής, δηλαδή δεν είναι πλήρης. Τα προβλήματα, τα ψυχολογικά εννοείται, είναι πάντα προβλήματα σχέσεων: με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με τις ιδέες, με τη φύση και με τον εαυτό μας – δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα. Και για ν’ αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα σχέσης (ένα πρόβλημα με διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις), για να το αντιμετωπίσει κανείς σωστά, με επάρκεια, πρέπει να έχει ουδέτερη επίγνωση. Αυτή η ουδετερότητα δεν είναι ζήτημα απόφασης, θέλησης, πειθαρχίας. Η αρχή της είναι να έχουμε επίγνωση ότι δεν είμαστε ουδέτεροι. Το να έχουμε επίγνωση -ότι θέλουμε μια προσωπική απάντηση σ’ ένα προσωπικό πρόβλημα- είναι σίγουρα η αρχή για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας σε σχέση με το πρόβλημα και με το πώς το αντιμετωπίζουμε. Τότε, καθώς αρχίζουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας σε σχέση με το πρόβλημα (πώς αντιδρούμε, ποιες είναι οι διάφορες προκαταλήψεις μας, οι απαιτήσεις, οι επιδιώξεις μας, καθώς αντικρίζουμε το πρόβλημα), αυτή η επίγνωση θα φανερώσει πώς λειτουργεί η ίδια μας η σκέψη, η ίδια μας η φύση μέσα μας- και σ’ αυτό υπάρχει απελευθέρωση.
Εκείνο που σίγουρα έχει σημασία είναι να έχουμε επίγνωση χωρίς επιλογές, γιατί η επιλογή φέρνει σύγκρουση. Αυτός που κάνει επιλογές είναι μπερδεμένος και γι’ αυτό διαλέγει- όταν δεν υπάρχει σύγχυση, δεν μπαίνει θέμα επιλογής. Μόνο για τον άνθρωπο που βρίσκεται σε σύγχυση μπαίνει θέμα επιλογής, τι πρέπει να κάνει ή τι δεν πρέπει να κάνει. Ο άνθρωπος που βλέπει τα πράγματα ξεκάθαρα και απλά δεν επιλέγει- τα πράγματα είναι αυτό που είναι. Όταν δρας βασισμένος σε μια ιδέα, προφανώς δρας κάνοντας επιλογές. Και αυτή η δράση δεν απελευθερώνει, απεναντίας, δημιουργεί απλώς πρόσθετες αντιστάσεις, πρόσθετες συγκρούσεις, ανάλογες με το διαμορφωμένο τρόπο σκέψης. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να έχεις επίγνωση κάθε στιγμή, αλλά χωρίς να αποθηκεύεις την πείρα που φέρνει η επίγνωση. Επειδή από τη στιγμή που αποθηκεύεις, μετά έχεις επίγνωση μόνο σύμφωνα μ’ αυτά που έχεις αποθηκεύσει, σύμφωνα με το μοντέλο που φτιάχτηκε από αυτά, από την πείρα. Η επίγνωση, δηλαδή, διαμορφώνεται από την αποθήκευση που έχεις κάνει, κι έτσι δεν υπάρχει πια παρατήρηση όσων συμβαίνουν, αλλά μόνο ερμηνεία τους. Κι όπου υπάρχει ερμηνεία, υπάρχουν επιλογές, και οι επιλογές δημιουργούν σύγκρουση και στη σύγκρουση δεν μπορεί να υπάρξει κατανόηση.
Η ζωή είναι υπόθεση σχέσεων, και για να κατανοήσουμε τις σχέσεις, που δεν είναι στατικές, θα πρέπει να έχουμε μια επίγνωση ευέλικτη, μια επίγνωση άγρυπνα ουδέτερη, όχι επιθετικά δραστήρια. Όπως είπαμε, αυτή η ουδέτερη επίγνωση δεν έρχεται με καμιά μορφή πειθαρχίας, με καμιά μορφή εξάσκησης. Επιτυγχάνεται με το να έχουμε απλώς επίγνωση όλων των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, την κάθε στιγμή, και όχι μόνο όταν είμαστε ξύπνιοι. Καθώς θα πηγαίνουμε όλο και βαθύτερα στο θέμα, θα δούμε ότι αρχίζουμε να βλέπουμε όνειρα, ότι αρχίζουμε να βγάζουμε στην επιφάνεια κάθε είδους σύμβολα που τα μεταφράζουμε σε όνειρα. Έτσι, ανοίγουμε την πόρτα σε όλα όσα είναι κρυμμένα μέσα μας κι εκείνα μπαίνουν στο χώρο του γνωστού• αλλά για να συναντήσουμε εμείς το άγνωστο, πρέπει να βγούμε οι ίδιοι από την πόρτα και να πάμε πέρα απ’ αυτήν – και σίγουρα εδώ είvαι η δυσκολία μας. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να αναγνωρίσει ο νους, γιατί ο νους είναι δημιούργημα του γνωστού, του παρελθόντος- οπότε ο νους πρέπει να κατανοήσει ο ίδιος τον εαυτό του και τη λειτουργία του, την αλήθεια του, και μόνο τότε είναι δυνατόν για το άγνωστο να υπάρξει μέσα μας.
Κρισναμούρτι «Η χαρά της ελευθερίας» μετάφρ.Ν.Πιλάβιος , εκδ.Καστανιώτη
Χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, ανεβάσαμε και οι δυο κείμενα από το ίδιο βιβλίο (που τελευταία ξαναδιαβάζω διορθωμένο, στα Ελληνικά)… βλέπεις «έμαθα» να τον διαβάζω στα Αγγλικά και τώρα βρίσκω αυτή τη μετάφραση, εξαιρετική!
ΑΦ! και καλή μας συνέχεια! 🙂
Τυχαίο;δε νομίζω 🙂
Το ξέρω κι εγώ ότι δεν πάει άλλο…πρέπει να βελτιώσω τα αγγλικά μου!Πόσα πια να μεταφράσετε εσύ κι ο Νίκος! 🙂