ΜΠΟΜ: Εκείνο που λέμε τώρα είναι ότι η έμπνευση είναι ενέργεια που φωτίζει τις δραστηριότητες του εγκεφάλου. Και μ’ αυτό το φώτισμα φαίνεται ότι ο εγκέφαλος αρχίζει να δρα διαφορετικά.
ΚΡΙΣΝΑΜΟΥΡΤΙ: Ακριβώς, κύριε. Αυτό είναι όλο. Αυτό συμβαίνει.
ΜΠΟΜ: Και λέμε ότι η πηγή αυτού του φωτίσματος δε βρίσκεται μέσα στην υλική διαδικασία, δεν έχει αιτία.
Κ: Λεν έχει αιτία.
ΜΠΟΜ: Αλλά είναι πραγματική ενέργεια.
Κ: Είναι καθαρή ενέργεια.
ΜΠΟΜ: Καθαρή ενέργεια. Είναι σαν να πούμε όπως η λάμψη της αστραπής που ξέρουμε ότι έχει κάποια αιτία, αλλά λάμπει πάνω από κάποιο κομμάτι γης που δεν είναι συνδεδεμένο με την αιτία όσων βρίσκονται πάνω του.
Κ.: Ακριβώς, ακριβώς. Που σημαίνει: Υπάρχει δράση χωρίς αιτία;
ΜΠΟΜ: Δίχως χρόνο, γιατί η αιτία υπονοεί χρόνο.
Κ.: Χρόνο, φυσικά. Κι αυτό σημαίνει άτι η λάμψη έχει αλλάξει τελείως το μοντέλο που έχει κατασκευάσει η υλική διαδικασία;
ΜΠΟΜ: Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, γενικά, η υλική διαδικασία λειτουργεί μέσα σ’ ένα είδος σκοταδιού και γι’ αυτό το λόγο έχει τοποθετηθεί σε λάθος μονοπάτι;
Κ.: Ναι, λειτουργεί στο σκοτάδι. Είναι πολύ απλό το θέμα με την υλική διαδικασία. Είναι ξεκάθαρο. Η υλική διαδικασία γίνεται μέσα στην άγνοια, στο σκοτάδι. Και η λάμψη της έμπνευσης φωτίζει ολόκληρο το χώρο, πράγμα που σημαίνει ότι η άγνοια και το σκοτάδι έχουν διαλυθεί. Θα επιμείνω σ’ αυτό.
ΜΠΟΜ: Τότε θα μπορούσατε να πείτε ότι το σκοτάδι και το φως, για προφανείς λόγους, δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Κ.: Προφανώς.
ΜΠΟΜ: Παρ’ όλ’ αυτά, ο λόγος που υπάρχει το φως είναι το να σταματήσει την πορεία μέσα στο σκοτάδι.
Κ.: Πάρα πολύ σωστά.
Ακροατής.: Τι είναι εκείνο, όμως, που συμβάλλει στη λάμψη;
Κ.: Τί;
ΜΠΟΜ: Τί δημιουργεί τη λάμψη;
Κ.: Περιμένετε, δε φτάσαμε ακόμα σ’ αυτό. Θέλω να προχωρήσουμε βήμα βήμα αλλιώς θα —
ΜΠΟΜ: Εκείνο που πρέπει να θεωρήσουμε ως ξεκάθαρο είναι ότι οι υλικές διαδικασίες του εγκεφάλου μπορούν να επηρεαστούν απ αυτή τη λάμψη που δεν έχει αιτία και που επομένως βρίσκεται έξω από την αλυσίδα της καθημερινής υλικής διαδικασίας.
Κ.: Ναι, ναι. Εκείνο που έχει συμβεί είναι ότι η υλική διαδικασία δουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι, έχει δημιουργήσει όλη τη σύγχυση και το μπέρδεμα που υπάρχει στον κόσμο. Κι αυτή η λάμψη για την οποία μιλάμε διώχνει το σκοτάδι. Που σημαίνει τι; Ότι τότε η υλική διαδικασία δε γίνεται πια στο σκοτάδι. Εντάξει;
ΜΠΟΜ: Ναι. Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, ακόμα ένα σημείο. Όταν σβήσει η λάμψη φαίνεται πως το φως συνεχίζει να υπάρχει.
Κ.: Το φως συνεχίζει να υπάρχει.
ΜΠΟΜ: Η λάμψη σβήνει αλλά το φως συνεχίζει;
Κ.: Το φως είναι εκεί- η λάμψη είναι το φως.
ΜΠΟΜ: Πρέπει να το μελετήσουμε λίγο γιατί, βλέπετε, ενώ υπάρχει κάποια στιγμή μια ξαφνική λάμψη, εξακολουθεί και μετά να υπάρχει φως.
Κ.: Γιατί ξεχωρίζετε τη λάμψη από το φως;
ΜΠΟΜ: Απλώς γιατί η λέξη «λάμψη» σημαίνει κάτι που γίνεται για μια στιγμή.
Κ.: Ναι,
ΜΠΟΜ: Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό γιατί εκείνο που λέμε είναι, ι κι η έμπνευση κρατάει μόνο μια στιγμή. Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε.
Κ : Ναι.
Α : Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ξαφνικό φως;
Κ: Μια στιγμή. Πρέπει να προχωράμε προσεκτικά. Τι θέλετε να πείτε, κύριε;
ΜΠΟΜ: Ίσως είναι λεκτικό το θέμα.
Κ: Είναι μόνο λεκτικό;
ΜΠΟΜ: Ίσως όχι, αλλά αν χρησιμοποιείτε τη λέξη «λάμψη», είναι σαν να λέτε για τη λάμψη της αστραπής που δίνει φως για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά βρίσκεσαι στο σκοτάδι μέχρι την επόμενη λάμψη κάποιας αστραπής.
Κ: Εδώ δεν είναι έτσι.
ΜΠΟΜ: Εντάξει. Αλλά πώς είναι; Η άλλη άποψη που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι ανάβει το φως ξαφνικά και μένει αναμμένο.
Κ.: Όχι. Γιατί όταν μπαίνει θέμα, «μένει αναμμένο» ή «σβήνει» σκεφτόμαστε μέσα σε χρονικά πλαίσια.
ΜΠΟΜ: Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό γιατί είναι ένα ερώτημα που ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει.
Κ.: Η υλική διαδικασία δουλεύει στο σκοτάδι, στο χρόνο, στη γνώση, στην άγνοια κι όλ’ αυτά. Όταν έρθει η έμπνευση που λέμε, υπάρχει κι η διάλυση του σκοταδιού. Αυτό είναι όλο κι όλο. Η έμπνευση διαλύει το σκοτάδι. Και η σκέψη, που είναι η υλική διαδικασία, δε δουλεύει πλέον στο σκοτάδι, οπότε εκείνο το φως έδωσε τέλος στην άγνοια.
ΜΠΟΜ: Λέμε, λοιπόν, ότι αυτό το σκοτάδι στη πραγματικότητα υπάρχει μέσα στο περιεχόμενο της σκέψης.
Κ.: Το περιεχόμενο είναι το σκοτάδι.
ΜΠΟΜ: Εντάξει. Εκείνο το φως, λοιπόν, έχει διαλύσει την άγνοια.
Κ.: Ακριβώς. Έχει διαλύσει το περιεχόμενο.
ΜΠΟΜ: Όμως, παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί γιατί εξακολουθεί και μετά να υπάρχει περιεχόμενο — με την κοινά αποδεκτή σημασία της λέξης.
Κ.: Φυσικά.
ΜΠΟΜ: Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το φως έχει διαλύσει όλο το περιεχόμενο.
Κ.: Έχει διαλύσει το κέντρο του σκοταδιού.
ΜΠΟΜ: Ναι, την πηγή, το δημιουργό του σκοταδιού.
Κ.: Τον εαυτό. Έτσι; Έχει διαλύσει το κέντρο του σκοταδιού που είναι ο εαυτός.
ΜΠΟΜ: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαλύθηκε κάποιο μέρος, ο εαυτός, που είναι μέρος του περιεχομένου και μάλιστα εκείνο το εκείνο το μέρος του περιεχομένου που είναι το κέντρο του σκοταδιού• εκείνο το μέρος που δημιουργεί και συντηρεί το σκοτάδι.
Κ.: Ναι, αυτό είναι που διαλύθηκε. Έχει διαλυθεί το κέντρο του σκοταδιού που συντηρούσε το σκοτάδι. Επιμένω σ’ αυτό. Ας προχωρήσουμε προσεκτικά.
ΜΠΟΜ: Λέμε τώρα ότι αυτό σημαίνει και μια φυσική αλλαγή στα εγκεφαλικά κύτταρα. Το κέντρο —το περιεχόμενο που είναι το κέντρο — έχει κάποιο παγιωμένο σχήμα- υπάρχει μια διάταξη των εγκεφαλικών κυττάρων που κι αυτή, με κάποιο τρόπο, αλλάζει.
Κ.: Προφανώς! Βλέπετε, κύριε, αυτό έχει μετά τεράστια σημασία για τη σχέση μας με την κοινωνία, με τα πάντα. Τώρα η επόμενη ερώτηση που έγινε είναι, πώς έρχεται αυτή η λάμψη. Ας αρχίσουμε ανάποδα. Πώς έρχεται η αγάπη; Πώς έρχεται η ειρήνη; Όταν η ειρήνη είναι κάτι που δεν έχει αιτία και η βία είναι κάτι άλλο που έχει αιτία, πώς γίνεται κι εμφανίζεται αυτό το πράγμα που δεν έχει αιτία; Και τη στιγμή μάλιστα που τα πάντα στη ζωή μου έχουν μια αιτία. Δεν υπάρχει «πώς». Το «πώς» δεν υπάρχει. Το «πώς» υπονοεί κάποια αιτία και γι’ αυτό δεν υπάρχει «πώς».
Α.: Μήπως λέτε ότι από τη στιγμή που κάτι υπάρχει χωρίς αιτία απλώς και μόνο υπάρχει και ότι—
Κ.: Όχι, δε λέω ότι υπάρχει. Είναι επικίνδυνο να το πει κανείς αυτό.
Α.: Ως ένα σημείο πρέπει να υπάρχει.
Κ.: Όχι. Τη στιγμή που λέτε ότι υπάρχει, παύει να υπάρχει.
ΜΠΟΜ: Ο κίνδυνος βρίσκεται στο να γίνει μέρος του περιεχομένου.
Κ.: Να είστε προσεκτικοί μ’ αυτά τα πράγματα. Η ερώτηση που έκανε ο Δρ. Μπομ ήταν: «Γιατί λέτε ότι η έμπνευση φέρνει αλλαγή στα κύτταρα του εγκεφάλου;» Αυτή η ερώτηση μπήκε ύστερα από μια σειρά συζητήσεων. Και φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι αυτή η λάμψη, αυτό το φως, δεν έχει αιτία, αλλά επιδρά σ’ εκείνο που έχει αιτία και που είναι το σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι υπάρχει όσο υπάρχει ο εαυτός που είναι ο δημιουργός του σκοταδιού. Το φως διαλύει το κέντρο ακριβώς του σκοταδιού. Οπότε υπάρχει μια αλλαγή κτλ. κτλ. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Και γίνεται η ερώτηση, «πώς μπορεί κανείς να ’χει μια τέτοια έμπνευση;» Έτσι; Δεν έχουμε τίποτε άλλο. Λέω, λοιπόν, ότι αυτή η ερώτηση είναι λάθος. Δεν υπάρχει «πώς».
Α.: Δεν υπάρχει «πώς», αλλά υπάρχει σκοτάδι και υπάρχει και φως.
Κ.: Απλώς δέστε πρώτα ότι δεν υπάρχει «πώς». Αν μου δείξετε το «πώς», ξαναπέφτω πίσω στο σκοτάδι. Είναι τρομερό αν το κατανοήσει κανείς αυτό. Εγώ θα ρωτήσω κάτι άλλο: Γιατί συμβαίνει να μην έχουμε καθόλου έμπνευση; Γιατί δεν αρχίζει να υπάρχει από τα παιδικά μας χρόνια αυτού του είδους η έμπνευση;
ΜΠΟΜ: Ίσως ο τρόπος που ζει κανείς τη ζωή —
Κ.: Όχι, θέλω να το βρω. Φταίει η εκπαίδευσή μας; Φταίει η κοινωνία μας; Δεν πιστεύω ότι είναι τίποτα απ’ αυτά. Παρακολουθείτε;
ΜΠΟΜ: Τι λέτε, λοιπόν;
Κ.: Είναι κάποιος άλλος παράγοντας. Τον ψάχνω ψηλαφιστά. Ψάχνω ψηλαφιστά γι’ αυτή την έμπνευση. Γιατί δεν την έχουμε; Μοιάζει τόσο φυσικό να την έχεις!
ΜΠΟΜ: Κατ’ αρχήν θα ’λεγε κανείς ότι κάτι μπαίνει στη μέση.
Κ.: Συγνώμη που ξαναλέω το ίδιο, αλλά μοιάζει τόσο φυσικό! Για τον «X» είναι πολύ φυσικό. Γιατί δεν είναι φυσικό για τον οποιονδήποτε; Γιατί δεν είναι δυνατόν; Αν πούμε ότι υπάρχει μπλοκάρισμα ή ότι φταίει η εκπαίδευση, πράγματα στα οποία βρίσκεται κάποια αιτία, τότε το να φύγουν τα μπλοκαρίσματα προϋποθέτει κάποια άλλη αιτία. Έτσι συνεχίζουμε να κατρακυλάμε προς την ίδια κατεύθυνση. Υπάρχει κάτι το αφύσικο σ’ αυτό.
Α.: Αν λέγατε ότι υπάρχουν μπλοκαρίσματα—
Κ.: Δε θέλω να πω κάτι τέτοιο- είναι λόγια της γλώσσας του σκοταδιού.
ΜΠΟΜ: Δεν είναι ακριβώς μπλοκαρίσματα, αλλά μάλλον κάτι όπως οι λέξεις που χρησιμοποιήσαμε, «το κέντρο του σκοταδιού, που συντηρεί το σκοτάδι».
Κ.: Για τον «X» είναι φυσικό. Γιατί δεν είναι φυσικό για τον καθένα να έχει αυτή την έμπνευση;
ΜΠΟΜ: Αυτό είναι το ερώτημα.
Κ.: Αυτό το ερώτημα κάνω και μου λέτε για μπλοκαρίσματα, για τον εαυτό, την κοινωνία, το περιβάλλον, την κληρονομικότητα… Όλ’ αυτά είναι κάποιες αιτίες, αλλά γιατί δεν είναι φυσικό για τον καθένα; Γιατί δεν είναι κι η αγάπη φυσική για τον καθένα; Βάζω σωστά το ερώτημα;
ΜΠΟΜ: Ναι, αλλά για να το κάνουμε πιο ξεκάθαρο θα ’λεγα ότι μερικοί άνθρωποι ίσως να ’νιωθαν ότι η αγάπη είναι φυσική για τον καθένα, αλλά με τον τρόπο που τους φέρονται από παιδιά παγιδεύονται σιγά σιγά στο μίσος.
Κ.: Δεν το πιστεύω αυτό.
ΜΠΟΜ: Τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι όταν ένα μικρό παιδί έρχεται αντιμέτωπο με το μίσος δεν αντιδρά με μίσος.
Κ.: Ναι, σωστά.
ΜΠΟΜ: Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, θα έλεγαν ότι το φυσικό για το μικρό παιδί είναι, όταν έρθει αντιμέτωπο με το μίσος ν’ αντιδράσει με μίσος.
Κ.: Ναι, τ’ άκουσα αυτό σήμερα το πρωί κι αναρωτήθηκα γιατί.
ΜΠΟΜ: Αν λέτε ότι θ’ αντιμετωπίσει το μίσος χωρίς μίσος —
Κ.: Μια στιγμή, κύριε. Ο «X» έχει βρεθεί σ’ όλες αυτές τις καταστάσεις που θα μπορούσαν να τού έχουν δημιουργήσει μπλοκαρίσματα κι όλα τα υπόλοιπα, αλλά δεν τον άγγιξαν. Παρακολουθείτε; Γιατί δεν είναι δυνατόν για τον καθένα;
ΜΠΟΜ: Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε περισσότερο γιατί λέμε ότι θα ήταν φυσικό να μην αντιδρά κανείς στο μίσος με μίσος.
Κ.: Εντάξει. Ας περιοριστούμε σ’ αυτό.
ΜΠΟΜ: Είναι άραγε δυνατόν, ακόμα κι αν δεν έχει σκεφτεί κανείς γι’ αυτό — όπως το μικρό παιδί που δεν είναι ικανό να σκεφτεί γύρω απ’ όλ’ αυτά και δεν ξέρει— είναι δυνατόν όταν συναντήσει κανείς το μίσος να μην αντιδράσει με μίσος; Μερικοί θα ’λεγαν ότι υπάρχει μέσα στ’ ανθρώπινα ένστικτα όπως και στων ζώων.
Κ.: Το να μισείς;
ΜΠΟΜ: Όχι, ακριβώς… Το να ανταποδίδεις το χτύπημα.
Κ.: Να ανταποδίδεις το χτύπημα!
ΜΠΟΜ: ΤΟ ζώο, αν του φερθείτε με αγάπη θα ανταποκριθεί σ’ αυτή, αλλά αν του φερθείτε με μίσος θα το ανταποδώσει.
Κ.: Φυσικά.
ΜΠΟΜ: Θα γίνει μοχθηρό.
Κ.: Ναι.
ΜΠΟΜ: Τώρα μερικοί θα έλεγαν ότι τα ανθρώπινα πλάσματα στην αρχή της ζωής τους είναι ίδια με τα ζώα και καταλαβαίνουν αργότερα.
Κ.: Φυσικά. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τα ζώα. Κι ένα ζώο, πίθηκος ή λύκος —
ΜΠΟΜ: —ακόμα κι ο λύκος θ’ ανταποκρινόταν στην αγάπη.
Κ.: Και λέμε: Γιατί—
ΜΠΟΜ: Κοιτάξτε: Όλοι, σχεδόν, πιστεύουν ότι είναι αλήθεια αυτό που είπα πως όταν είμαστε πολύ μικρά παιδιά είμαστε όπως τα ζώα. Και τώρα εσείς αναρωτιέστε γιατί όλα τα μικρά παιδιά δε σταματούν να αντιδρούν στο μίσος με μίσος;
Κ.: Μήπως είναι λάθος των γονιών;
ΜΠΟΜ: Φαντάζομαι ότι υπονοείτε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά κι ότι πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο.
Κ.: Ναι, νομίζω ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Και θέλω να το συλλάβω.
ΜΠΟΜ: Θα ’ταν σημαντικό.
Κ.: Ποιός το βρίσκει κανείς; Ας κοιτάξουμε πιο βαθιά. Νιώθω ότι υπάρχει κάτι τελείως διαφορετικό. Εμείς το κρίνουμε από τη πλευρά της αιτίας. Θα ήταν σωστό, κύριε — απλώς ρωτάω — θα ήταν σωστό να πούμε ότι η καταγωγή του ανθρώπου δε βρίσκεται στα ζώα;
ΜΠΟΜ: Δεν είναι ξεκάθαρο, ξέρετε. Η θεωρία της εξέλιξης που ακολουθούμε τώρα, είναι εκείνη της εξέλιξης των πιθήκων. Μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία τους καθώς γίνονται όλο και περισσότερο ανθρώπινα πλάσματα.
Κ.: Ναι, ξέρω.
ΜΠΟΜ: Όταν λέτε τώρα ότι ο άνθρωπος δεν κατάγεται από τα ζώα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο.
Κ.: Αν η αρχή του ανθρώπου βρίσκεται στο ζώο, κατά συνέπεια, αυτό το ένστικτο είναι κάτι φυσικό και το έχουμε σε υψηλό βαθμό καλλιεργημένο.
ΜΠΟΜ: Ναι, αυτό το ένστικτο είναι η αιτία και το αποτέλεσμα.
Κ.: Κι αφού είναι η αιτία και το αποτέλεσμα είναι κάτι φυσικό. Κι έρχεται κάποιος που ρωτάει, «είναι πράγματι φυσικό;»
ΜΠΟΜ: Ας προσπαθήσουμε να το ξεκαθαρίσουμε.
Κ.: Θέλω να πω ότι όλοι οι επιστήμονες, οι ιστορικοί κι αρχαιολόγοι λένε ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από τον πίθηκο.
ΜΠΟΜ: Ναι, ξεκίνησε από τα ζώα.
Κ.: Κι όπως όλα τα ζώα αντιδρούν στην αγάπη και στο μίσος, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι αντιδρούμε αυτόματα στο μίσος με μίσος.
ΜΠΟΜ: Και αντίστροφα, στην αγάπη με αγάπη.
Α.: Κάποιος βιολόγος θα έλεγε ότι η αντίδραση στο μίσος με αγάπη έσβησε φυσιολογικά, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος στην αρχή αντιμετώπισε το μίσος με αγάπη.
ΜΠΟΜ: Ναι, αυτή είναι μία άποψη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το να αντιμετωπίζει κανείς το μίσος με αγάπη δε βοηθούσε και πολύ την επιβίωση και ότι η αντίδραση στο μίσος με μίσος, υπήρξε επιλογή κάποιων ανθρώπων.
Κ.: Στην αρχή, λοιπόν, υπήρχαν πολλοί ή λίγοι άνθρωποι που δεν αντέδρασαν ποτέ στο μίσος γιατί είχαν αγάπη μέσα τους. Κι εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι το φύτεψαν αυτό μέσα στον ανθρώπινο νου. Κι εκεί όπου υπάρχει αγάπη το άλλο δεν μπορεί να υπάρχει. Είναι κι αυτό μέρος της κληρονομικότητάς μας. Και γιατί τότε, εμείς τ’ ανθρώπινα πλάσματα, καλλιεργήσαμε την αντιμετώπιση του μίσους με μίσος και δεν καλλιεργήσαμε το άλλο; Επειδή το άλλο είναι κάτι που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί.
Α.: Προσπάθησαν να το καλλιεργήσουν.
Κ.: Δεν μπορεί να καλλιεργηθεί.
ΜΠΟΜ: Δεν έχει αιτία. Κι η καλλιέργεια εξαρτιέται από κάποια αιτία.
Κ.: Ναι, από κάποια αιτία. Γιατί, λοιπόν, το χάσαμε το άλλο; Αν έγινε έτσι;
Α.: Αν αναρωτιέστε γιατί το χάσαμε αυτό προϋποθέτει ότι κάποτε το είχαμε.
Κ.: Όχι, όχι. Σας ξέφυγε κάτι.
ΜΠΟΜ: Κάποιοι το είχαν.
Κ.: Ναι. Κάποιοι το είχαν, αυτό το είπα. Κάποιοι «X», «Ψ», «Ω» ή κάποιοι «Α», «Β», «Γ», τότε που πρωτοεμφανίστηκε ο άνθρωπος και φυτεύτηκε μέσα του αυτό το πράγμα, αυτή η αγάπη που δεν έχει αιτία, που δεν αντιδρά στο μίσος. Αυτό φυτεύτηκε μέσα μας. Κι εμείς καλλιεργήσαμε πολύ προσεκτικά, με τη σκέψη, την αντιμετώπιση του μίσους με το μίσος, της βίας με τη βία κτλ. Γιατί δεν ακολουθήσαμε την άλλη κατεύθυνση; Καταλαβαίνετε την ερώτησή μου;
ΜΠΟΜ: Ναι.
Κ.: Μήπως είναι μάταιη η ερώτηση, κύριε;
ΜΠΟΜ: Δε βλέπει κανείς με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συνεχίσει μετά απ’ αυτή.
Κ.: Δεν προσπαθώ να συνεχίσω.
ΜΠΟΜ: Πρέπει να καταλάβουμε τι έκανε τους ανθρώπους ν’ αντιδρούν στο μίσος με μίσος, γιατί δεν —
Κ.: Γ ια τον «X» το αντίθετο μοιάζει τελείως φυσικό! Γιατί δεν είναι φυσικό και για τους άλλους; Αν ο «X» είναι ένα τέρας της φύσης τότε δεν υπάρχει απάντηση. Αλλά θα ’ταν πολύ ανόητο να τον διαγράψουμε μ’ αυτό τον τρόπο. Αν είναι φυσικό γι’ αυτόν πρέπει να είναι φυσικό και γι’ άλλους! Γιατί να μην είναι; Καταλαβαίνετε; Γιατί;… Θα ξέρετε επίσης κι εκείνη την πανάρχαια ιδέα — που ίσως υπάρχει στις θρησκείες της Ινδίας, στην εβραϊκή θρησκεία κτλ. — ότι κατά διαστήματα εμφανίζεται κάποια ανώτατη οντότητα. Κι αυτή η εξήγηση παραείναι εύκολη. Μήπως έχουμε κινηθεί σε λάθος κατεύθυνση;
ΜΠΟΜ: Τι θέλετε να πείτε μ’ αυτό;
Κ.: Ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο.
ΜΠΟΜ: Εννοείτε η ανθρωπότητα; Ναι, έχουμε ήδη συζητήσει ότι έχει γίνει κάποια λάθος στροφή.
Κ.: Αντιδρώντας στο μίσος με μίσος, στη βία με βία κτλ.
ΜΠΟΜ: Και δίνοντας τρομερή αξία στη γνώση.
Α.: Δε θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα παράγοντας κι η προσπάθεια να καλλιεργηθεί η ιδέα της αγάπης; Οι άνθρωποι από πάντα προσπαθούν πραγματικά να καλλιεργήσουν την αγάπη και να φτιάξουν καλύτερα ανθρώπινα πλάσματα με τη λογοτεχνία.
ΜΠΟΜ: Αυτός είναι κι ο σκοπός των θρησκειών.
Κ.: Ας τ’ αφήσουμε αυτά. Αν η αγάπη μπορεί να καλλιεργηθεί ποιος θα το κάνει; Η σκέψη; Μα η σκέψη είναι μια υλική διαδικασία. Η αγάπη δεν έχει αιτία και δεν καλλιεργείται. Τελεία και παύλα.
Α.: Ο νους, όμως, δεν το βλέπει αυτό.
Κ.: Ναι, αλλά τα εξηγήσαμε όλ’ αυτά. Τώρα θέλω να μάθω γιατί, ενώ είναι φυσικό για τον «X», τον «Ψ», τον «Ω», δεν είναι φυσικό για τους άλλους. Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση έχει κάποια αξία.
ΜΠΟΜ: Κάτι άλλο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι, αφού βλέπουμε ότι η αντίδραση στο μίσος με μίσος δεν έχει έτσι κι αλλιώς νόημα τότε γιατί τη συνεχίζουμε; Η απάντηση είναι ότι πολλοί πιστεύουν πως εκείνη τη στιγμή προστατεύουν τον εαυτό τους με το μίσος. Αυτό, όμως, δεν είναι προστασία.
Κ.: Αχ, σας παρακαλώ, ας έχουμε λίγη έμπνευση! Η ερώτηση είναι πολύ καλή και νομίζω ότι το αξίζει: Ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ», έχουν γεννηθεί χωρίς να κουβαλούν κάποια αιτία. Ο «X», ο «Ψ» κι ο «Ω», είναι παγιδευμένοι στην αιτία. Οι μεν βαδίζουν στον ένα δρόμο κι οι δε στον άλλο. Γιατί; Καταλαβαίνετε; Συνεχίζω: Είναι προνόμιο των λίγων; Κάποιας ελίτ; Όχι, σίγουρα όχι… Ας ξαναρχίσουμε αλλιώς. Ο νους του «Ψ» είναι ο νους της ανθρωπότητας. Ο νους της ανθρωπότητας αντιδρά στο μίσος με το μίσος, στη βία με τη βία, στη γνώση με τη γνώση κτλ. Τώρα και ο «Α» και ο «Β» και ο «Γ» είναι μέρη της ανθρωπότητας, αλλά δεν αντιδρούν στο μίσος με μίσος, ενώ είναι μέρος της ίδιας συνείδησης με του «Ψ», με της δικής μου, με όλων.
ΜΠΟΜ: Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά;
Κ.: Αυτό ακριβώς ρωτάω. Για τον έναν είναι φυσικό, για τον άλλον είναι αφύσικο. Γιατί; Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Και ποιος κάνει αυτή την ερώτηση; Μια στιγμή. Ποιος κάνει την ερώτηση; Την κάνουν ο «X», ο «Ψ» κι ο «Ω» που αντιδρούν στο μίσος με μίσος ή την κάνουν «Α», ο «Β» κι ο «Γ»;
Α.: Μάλλον μοιάζει να την κάνουν ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ».
ΜΠΟΜ: Έτσι φαίνεται, ότι την κάνουν ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ».
Κ.: Ναι, αυτοί την κάνουν.
ΜΠΟΜ: Ναι, αλλά λέγαμε επίσης ότι δεν είναι διαφορετικοί.
Κ.: Δεν είναι διαφορετικοί.
ΜΠΟΜ: Λέμε, δηλαδή, ότι είναι διαφορετικοί αλλά κι ότι δεν είναι διαφορετικοί.
Κ.: Φυσικά και δεν είναι διαφορετικοί… Μια στιγμή, μια στιγμή… Ο «X», ο «Ψ» κι ο «Ω», λένε ότι ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ» είναι διαφορετικοί. Ενώ ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ» λένε ότι δεν είναι διαφορετικοί από τον «Χ», τον «Ψ» και τον «Ω». Εντάξει; Λένε, «δεν είμαστε διαφορετικοί». Που σημαίνει τι; Τι λέτε γι’ αυτό; Χωρίς να σκεφτείτε…. Δεν αναρωτιούνται όλοι γιατί υπάρχει η διαφορά, αλλά μόνο ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ». Κι επίσης, ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ» είναι που λένε, «είμαστε μέρος από το ίδιο πράγμα».
ΜΠΟΜ: Ότι υπάρχει ένας νους.
Κ.: Ακριβώς. Ότι υπάρχει ένας νους.
ΜΠΟΜ: Ωραία. Και πώς γίνεται κάποιο κομμάτι αυτού του ίδιου νου να λέει, «όχι, δεν είναι έτσι»;
Κ..: Αυτό είναι όλη η ιστορία. Πώς γίνεται κι ένα μέρος του νου λέει, «είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους»; Βέβαια, υπάρχουν ένα σωρό ερμηνείες, όπως κάρμα, μετενσάρκωση… Λόγια… λόγια… Τις πετάς, λοιπόν, όλες μαζί αυτές τις ερμηνείες και μένεις με το γεγονός ότι ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ» είναι διαφορετικοί απ’ τους «X», «Ψ» κι «Ω». Κι αυτή είναι η πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι;
Α: Μοιάζουν να είναι διαφορετικοί.
Κ.; Α, όχι! Δε μοιάζουν απλώς, είναι πραγματικά απολύτως διαφορετικοί.
ΜΠΟΜ: Εδώ υπάρχει μια αντίφαση γιατί είπατε πριν ότι ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ», λένε ότι δεν είναι διαφορετικοί.
Κ.: Ναι, πρέπει να το ξεκαθαρίσω. Ο «Α», ο «Β» κι ο «Γ» είναι διαφορετικοί στο ότι δεν αντιδρούν στο μίσος.
ΜΠΟΜ: Νομίζω ότι η ερώτηση που θέλαμε να ξαναγυρίσουμε ήταν, γιατί οι άνθρωποι που καλλιεργούν το μίσος λένε ότι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δεν το καλλιεργούν;
Κ : Το λένε σίγουρα αυτό;
ΜΠΟΜ: Νομίζω ότι το λένε τουλάχιστον στη περίπτωση που παραδέχονται πως υπάρχει όντως κάποιος που δεν καλλιεργεί το μίσος, οπότε εκείνοι θα πρέπει να είναι διαφορετικοί.
Κ.: Ναι, γιατί είναι φανερό. Αρχίζουν να μιλάνε για κάποιον που είναι στο φως κι εκείνοι είναι στο σκοτάδι κτλ. Θέλω, όμως, να δούμε αν προχωράμε στη σωστή κατεύθυνση. Δηλαδή: Κάποιοι «Α», «Β» και «Γ» μου δώσανε κάποτε ένα δώρο κι εγώ δεν το κράτησα. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Κρατάω το «δώρο» των άλλων κι όχι αυτό.
Α.: Λέτε, δηλαδή, ότι είναι έμφυτο σε όλους μας;
Κ: Φυσικά.
Α: Αλλά ότι για τον «Α», τον «Β» ή τον «Γ» είναι φανερό και για τους υπόλοιπους είναι κάτι που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα τους και δεν εκδηλώθηκε ποτέ; Αυτό λέτε;
Κ: Απλώς αναρωτιέμαι, κύριε. Ο πατέρας μου – το λέω με κάθε σεβασμό σ’ αυτόν- αντιδρούσε στο μίσος με μίσος. Γιατί κι ο γιος δεν ακολούθησε την ίδια κατεύθυνση μ’ εκείνον;
Κρισναμούρτι “Το τέλος του χρόνου” μετάφραση:Ν.Πιλάβιος,εκδ.Καστανιώτη