17 Σεπτεμβρίου 1973
Εκείνο το σούρουπο, καθώς περπατούσε στο δάσος υπήρχε μια αίσθηση απειλής. Ο ήλιος βασίλευε και οι φοινικιές στέκονταν μοναχικές με φόντο το χρυσωμένο ουρανό της δύσης. Οι μαϊμούδες ήταν πάνω στη μεγάλη συκιά συμπληρώνοντας τις ετοιμασίες τους για τη νύχτα. Σχεδόν κανένας δε χρησιμοποιούσε εκείνο το μονοπάτι και πολύ σπάνια θα συναντούσες άλλο άνθρωπο. Υπήρχαν πολλά ελάφια, που καθώς ήταν ντροπαλά έτρεχαν να κρυφτούν στην πυκνή βλάστηση. Κι όμως, η απειλή ήταν εκεί, βαριά και διαπεραστική· την ένιωθες γύρω σου και κοίταξες πίσω σου. Δεν υπήρχαν επικίνδυνα ζώα είχαν φύγει από κει γιατί παραήταν κοντά στην πόλη που απλωνόταν. Χάρηκε που έφυγε και ξαναβρέθηκε στους φωτισμένους δρόμους. Αλλά το επόμενο σούρουπο, ενώ οι μαϊμούδες ήταν εκεί, όπως και τα ελάφια, και ο ήλιος που βρισκόταν ακριβώς πίσω από τα πιο ψηλά δέντρα, η απειλή είχε φύγει και τα δέντρα, οι θάμνοι και τα μικρά φυτά σε καλωσόρισαν. Βρισκόσουν ανάμεσα σε φίλους, ένιωσες εντελώς ασφαλής και εξαιρετικά καλοδεχούμενος. Το δάσος σε δέχτηκε και κάθε σούρουπο ήταν απόλαυση να περπατάς εκεί.
Τα δάση εκεί (Ινδίες) είναι διαφορετικά. Κινδυνεύεις σωματικά όχι μόνο από φίδια, αλλά και από τίγρεις, που είναι γνωστό ότι υπάρχουν σε κείνα τα δάση. Καθώς περπατούσε εκεί ένα απόγευμα, ξαφνικά, έπεσε μια αφύσικη σιωπή· τα πουλιά σταμάτησαν να τιτιβίζουν, οι μαϊμούδες στάθηκαν απόλυτα ακίνητες· ήταν σαν να κρατούσαν όλα την αναπνοή τους. Στάθηκε ακίνητος κι εκείνος. Και το ίδιο ξαφνικά όλα ξαναζωντάνεψαν οι μαϊμούδες έπαιζαν και πείραζαν η μια την άλλη, τα πουλιά άρχισαν την απογευματινή τους φλυαρία, και ήξερε κανείς ότι ο κίνδυνος είχε περάσει.
Στα δάση και στους δεντρόκηπους όπου ο άνθρωπος σκοτώνει λαγούς, φασιανούς, σκίουρους, υπάρχει μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Μπαίνεις σ’ έναν κόσμο όπου έχει πατήσει ο άνθρωπος με το όπλο του και τη χαρακτηριστική βία του.Τότε τα δάση χάνουν την τρυφερότητά τους, το καλωσόρισμά τους· ένα μέρος της ομορφιάς τους έχει χαθεί κι εκείνος ο ευτυχισμένος ψίθυρος έχει φύγει.
Έχεις μόνο ένα κεφάλι, γι’ αυτό να το προσέχεις γιατί είναι κάτι θαυμάσιο. Καμιά μηχανή, κανένας ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Είναι τόσο απέραντο, τόσο πολύπλοκο, τόσο τέλεια ικανό, λεπτό και αποδοτικό. Είναι η αποθήκη της εμπειρίας, της γνώσης, της μνήμης. Όλη η σκέψη πηγάζει απ’ αυτό. Τα πράγματα που έχει φτιάξει είναι απίστευτα: οι βρομοδουλειές, η σύγχυση, η θλίψη, οι πόλεμοι, η διαφθορά, οι ψευδαισθήσεις, τα ιδανικά, ο πόνος και η αθλιότητα, οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί, τα πανέμορφα τζαμιά και οι ιεροί ναοί. Είναι καταπληκτικό το τι έχει φτιάξει και τι μπορεί να φτιάξει. Αλλά, φαίνεται, ότι υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορεί να κάνει: να αλλάξει ριζικά τη συμπεριφορά του στις σχέσεις του με ένα άλλο κεφάλι, με έναν άλλο άνθρωπο. Ούτε η τιμωρία ούτε η ανταμοιβή μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά του- η γνώση φαίνεται ότι δεν αλλάζει τη διαγωγή του. Το εγώ και το εσύ παραμένουν. Ποτέ δεν κατανοεί ότι το εγώ είναι το εσύ, ότι ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο. Η αγάπη του είναι ο εκφυλισμός του· η ευχαρίστησή του είναι η αγωνία του· οι θεοί των ιδανικών του είναι οι καταστροφείς του. Η ελευθερία του είναι η ίδια η φυλακή του– εκπαιδεύεται να ζει σ’ αυτή τη φυλακή μόνο για να την κάνει πιο άνετη, πιο ευχάριστη. Έχεις μόνο ένα κεφάλι, νοιάσου γι’ αυτό, μην το καταστρέφεις. Είναι τόσο εύκολο να το δηλητηριάσεις.
Από πάντα υπήρχε αυτή η παράξενη έλλειψη απόστασης ανάμεσα σ’ αυτόν και τα δέντρα, τα ποτάμια, τα βουνά. Δεν ήταν κάτι που το είχε καλλιεργήσει τέτοια πράγματα δεν καλλιεργούνται. Ποτέ δεν υπήρξε τοίχος ανάμεσα σ’ αυτόν και σε κάποιο άλλο άνθρωπο. Ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του έλεγαν, έμοιαζε να μην πληγώνεται ποτέ ούτε να αγγίζεται από τις κολακείες. Κατά κάποιο τρόπο έμενε εντελώς ανέγγιχτος. Δεν ήταν ακοινώνητος, ακατάδεκτος, ήταν σαν τα νερά του ποταμού. Έκανε πολύ λίγες σκέψεις· καμιά σκέψη όταν ήταν μόνος. Το μυαλό του ήταν δραστήριο όταν μιλούσε ή έγραφε, αλλιώς ήταν ήσυχο και δραστήριο χωρίς κίνηση. Η κίνηση είναι χρόνος, η δραστηριότητα δεν είναι.
Αυτή η παράξενη, χωρίς λόγο δραστηριότητα, μοιάζει να συνεχίζεται είτε κοιμάται είτε είναι ξύπνιος. Συχνά ξυπνά με κείνη τη δραστηριότητα του διαλογισμού– κάτι τέτοιο συμβαίνει την περισσότερη ώρα. Δεν το απέρριψε ποτέ ούτε το προσκάλεσε. Προχτές τη νύχτα ξύπνησε και είχε πλήρη διαύγεια. Ένιωθε πως κάτι σαν πύρινη μπάλα, σαν φως, έμπαινε στο κεφάλι του, ακριβώς στο κέντρο του. Το παρατήρησε ουδέτερα για αρκετή ώρα, σαν να συνέβαινε σε κάποιον άλλο. Δεν ήταν ψευδαίσθηση, κάποια ταχυδακτυλουργία του νου. Χάραζε η αυγή κι από το άνοιγμα της κουρτίνας μπορούσε να δει τα δέντρα.
Κρισναμούρτι «Το ημερολόγιο» μετάφραση Ν.Πιλάβιος,εκδ.Καστανιώτη