Τα σύννεφα κρέμονται ακόμα πάνω από τους λόφους, την κοιλάδα και τα βουνά. Καμιά φορά γίνεται κάποιο άνοιγμα στον ουρανό απ’ όπου περνάει ο ήλιος λαμπερός και φωτεινός, αλλά σύντομα εξαφανίζεται. Τέτοιου είδους πρωινά, δροσερά και φρέσκα, με τα πάντα καταπράσινα γύρω σου, είναι πολύ ευχάριστα. Καθώς έρχεται το καλοκαίρι, ο ήλιος θα κάψει όλο το πράσινο γρασίδι και τα λιβάδια σε όλη την κοιλάδα θα ξεραθούν, θα στεγνώσουν και όλο το λαμπερά πράσινο γρασίδι θα χαθεί. Το καλοκαίρι όλη η φρεσκάδα χάνεται.
Αυτά τα ήσυχα πρωινά είναι κάτι που σου αρέσει. Τα πορτοκάλια είναι πολύ λαμπερά και τα σκουροπράσινα φύλλα λάμπουν. Και στον αέρα υπάρχει ένα τόσο δυνατό άρωμα από τα λουλούδια της πορτοκαλιάς, που σχεδόν σε πνίγει. Υπάρχει ένα διαφορετικό είδος πορτοκαλιού που το μαζεύουν αργότερα, πριν πιάσουν οι καλοκαιρινές ζέστες. Τώρα υπάρχουν στο ίδιο δέντρο, την ίδια στιγμή, τα πράσινα φύλλα, τα πορτοκάλια και τα λουλούδια. Είναι ένας πανέμορφος κόσμος και ο άνθρωπος είναι τόσο αδιάφορος απέναντι του καθώς καταστρέφει τη γη, τα ποτάμια και τα λαγκάδια και τις λίμνες με τα δροσερά νερά.
Αλλά ας τ’ αφήσουμε όλ’ αυτά πίσω μας κι ας πάμε να περπατήσουμε σε ένα στενό μονοπάτι, μέχρι πάνω στο λόφο, όπου υπάρχει ένας μικρός χείμαρρος που σε λίγες βδομάδες θα είναι ξερός. Εσύ κι ένας φίλος ακολουθείτε αυτό το μονοπάτι περπατώντας, κουβεντιάζοντας πότε πότε, κοιτάζοντας την ποικιλία από πράσινα χρώματα. Τι ποικιλία που υπάρχει! Από τα ανοιχτότερα πράσινα, το απαλά πρασινωπό και ίσως ακόμα πιο ανοιχτό, γαλαζωπό, έως τα σκούρα χυμώδη πράσινα, γεμάτα από την ίδια τους την αφθονία. Και καθώς ανεβαίνετε το μονοπάτι, μόλις καταφέρνοντας να χωράτε περπατώντας πλάι πλάι, ξαφνικά, σηκώνεις από κάτω κάτι μαγευτικά όμορφο, αστραφτερό, ένα πετράδι εξαιρετικά παλιό και όμορφο. Έχεις μείνει κατάπληκτος που το βρήκες σε ένα μονοπάτι που περνάνε τόσα πολλά ζώα και που μόνο λίγοι άνθρωποι το έχουν περπατήσει. Είναι τόσο περίτεχνα φτιαγμένο, τόσο περίπλοκο, που αποκλείεται να το έχει φτιάξει χέρι χρυσοχόου. Το κρατάς για λίγο θαμπωμένος και άφωνος. Ύστερα το βάζεις πολύ προσεκτικά σε μια από τις μέσα τσέπες του σακακιού, την κουμπώνεις και σχεδόν φοβάσαι μήπως το χάσεις ή μήπως εκείνο χάσει την αστραφτερή και λαμπερή ομορφιά του. Και βγάζεις το χέρι σου από τη τσέπη που το έβαλες. Ο άλλος σε κοιτάζει να το κάνεις αυτό και βλέπει ότι στο πρόσωπό σου, στα μάτια σου, έχει γίνει μια ασυνήθιστη αλλαγή. Υπάρχει σ’ αυτό ένα είδος έκστασης, ένα άφωνο δέος, μια έξαψη που σου κόβει την αναπνοή.
Όταν ο άλλος άνθρωπος σε ρωτάει, «τι είναι αυτό που βρήκες και σ’ έχει συνεπάρει τόσο πολύ;» εσύ απαντάς με μια πολύ σιγανή, απαλή φωνή (σου φαίνεται πολύ παράξενο ν’ ακούς και την ίδια σου τη φωνή) ότι μάζεψες την αλήθεια. Δε θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό, μάλλον δειλιάζεις• ίσως και μόνο το να μιλήσεις γι’ αυτό μπορεί να το καταστρέψει. Και ο άνθρωπος που περπατάει δίπλα σου είναι λίγο ενοχλημένος που δεν του μιλάς ελεύθερα και σου λέει ότι αν έχεις βρει την αλήθεια, τότε πρέπει να γυρίσετε στην κοιλάδα και να το οργανώσετε έτσι, ώστε να καταλάβουν κι οι άλλοι τι είναι αλήθεια- έτσι, ώστε να το συλλάβουν και οι άλλοι κι ίσως αυτό να τους βοηθήσει. Κι εσύ δεν απαντάς, λυπάσαι και που του το είπες.
Κρισναμούρτι “Εις εαυτόν”,μετάφραση:Ν.Πιλάβιος,εκδ.Καστανιώτη
Σχολιάστε