Η ταπεινοφροσύνη είναι η ουσία κάθε αρετής. Η ταπεινοφροσύνη δεν καλλιεργείται, ούτε είναι αρετή. Η ηθική που θεωρείται αξιοσέβαστη σε κάθε κοινωνία, είναι απλώς προσαρμογή στα μοντέλα που έχει φτιάξει η κάθε κοινωνία -οικονομικά, θρησκευτικά, περιβαλλοντικά- αλλά μια τέτοια ηθική εναλασσόμενων προσαρμογών δεν είναι αρετή. Η συμμόρφωση και η ιδιοτελής μίμηση για ασφάλεια, που την ονομάζουν ηθική, είναι άρνηση της αρετής. Η τάξη δεν είναι σε καμιά περίπτωση μόνιμη, πρέπει να φροντίζεται κάθε μέρα, το ίδιο όπως πρέπει να καθαρίζεται κάθε μέρα κι ένα δωμάτιο. Η τάξη πρέπει να φροντίζεται κάθε στιγμή, κάθε μέρα. Αυτή η τάξη δεν είναι μία προσωπική, ατομική προσαρμογή στο μοντέλο των διαμορφωμένων αντιδράσεων του «μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει», της ευχαρίστησης και της θλίψης. Αυτή η τάξη δεν είναι μέσο φυγής από τη θλίψη. Η κατανόηση της θλίψης και το τέλος της θλίψης είναι αρετή που φέρνει τάξη. Η τάξη δεν είναι στόχος από μόνη της, η τάξη όταν είναι στόχος η ίδια, οδηγεί στο νεκρό τέλος του να είσαι αξιοσέβαστος, που σημαίνει φθορά και παρακμή. Η βαθύτερη ουσία της ταπεινοφροσύνης είναι η μάθηση, μάθηση από οτιδήποτε και από οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει ιεραρχεία στη μάθηση. Η αυθεντία εμποδίζει τη μάθηση και ο οπαδός δεν πρόκειται να μάθει ποτέ.
Υπήρχε ένα μοναδικό σύννεφο, φλογισμένο από τον ήλιο που έδυε πίσω από τους ανατολικούς λόφους. Κανενός είδους φαντασία δε θα μπορούσε να επινοήσει ένα τέτοιο σύννεφο- είχε το σχήμα των σχημάτων και κανένας αρχιτέκτονας δε θα μπορούσε να σχεδιάσει μια τέτοια κατασκευή. Ήταν το αποτέλεσμα πολλών ήλιων και σούρουπων, πολλής δουλειάς και μόχθου, κι ενώ άλλα σύννεφα ήταν σκοτεινά, χωρίς φως και δεν είχαν ούτε ύψος ούτε βάθος, αυτό θρυμμάτισε το χώρο. Ο λόφος που πίσω του βρισκόταν το σύννεφο, έμοιαζε άδειος από ζωή και δύναμη- είχε χάσει τη συνηθισμένη αξιοπρέπεια και καθαρότητα της γραμμής του. Το σύννεφο είχε ρουφήξει όλη την ποιότητα των λόφων, τη δύναμη και τη σιωπή τους. Κάτω από το θεόρατο σύννεφο απλωνόταν η κοιλάδα, πράσινη και φρεσκοπλυμένη από τη βροχή, υπάρχει κάτι πολύ όμορφο σε αυτή την αρχαία κοιλάδα όταν έχει βρέξει, γίνεται θεαματικά φωτεινή και πράσινη, πράσινη κάθε απόχρωσης ενώ το χώμα γίνεται κόκκινο. Ο αέρας είναι καθαρός και οι μεγάλοι βράχοι πάνω στους λόφους είναι γυαλισμένοι, κόκκινοι, μπλε, γκρι και ανοιχτό βιολετί.
Στο δωμάτιο υπήρχαν μερικοί άνθρωποι που άλλοι κάθονταν στο πάτωμα κι άλλοι σε καρέκλες, υπήρχε η ησυχία της ευγνωμοσύνης και της απόλαυσης. Ένας άντρας έπαιζε κάποιο οχτάχορδο όργανο. Έπαιζε με τα μάτια του κλειστά, απολαμβάνοντας το ίδιο με το μικρό ακροατήριό του. Ήταν καθαρός ήχος και μαζί με αυτό τον ήχο κάλπαζες μακριά και πολύ βαθιά- κάθε ήχος σε μετέφερε και πιο βαθιά. Η ποιότητα του ήχου που έβγαζε αυτό το όργανο έκανε το ταξίδι ατέλειωτο- από τη στιγμή που το πρωτάγγιξε μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε, ο ήχος ήταν που είχε σημασία και όχι το όργανο, όχι ο μουσικός, όχι το ακροατήριο. Είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείσει όλους τους άλλους ήχους, ακόμα και τα πυροτεχνήματα που έριχναν τ’ αγόρια- τα άκουγες να σκάνε και να ανατινάζονται, αλλά κι αυτά ήταν μέρος του ενός ήχου και αυτός ο ήχος ήταν όλοι οι άλλοι- τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν, τα αγόρια που γέλαγαν, οι φωνές ενός μικρού κοριτσιού και ο ήχοςτης σιωπής. Θα πρέπει να έπαιξε για πάνω από μιάμιση ώρα και σε όλη αυτή τη διάρκεια συνεχίστηκε το μακρινό και βαθύ ταξίδι. Δεν ήταν το ταξίδι που σε πάει η φαντασία με τα φτερά της σκέψης ή το παραλήρημα των αισθημάτων. Αυτά τα ταξίδια είναι σύντομα και έχουν πρόθεση ή ευχαρίστηση-αυτό δεν είχε ούτε πρόθεση ούτε ευχαρίστηση. Υπήρχε μόνο ήχος και τίποτα άλλο, ούτε σκέψη ούτε συναίσθημα. Εκείνος ο ήχος τον μετέφερε μέσα και πέρα από τα σύνορα του χρόνου και ήσυχα βυθίστηκε σε ένα απέραντο κενό από όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Η επιστροφή είναι πάντα ανάμνηση, κάτι που έχει υπάρξει, αλλά εδώ δεν υπήρχε ανάμνηση, δεν υπήρχε εμπειρία. Τα γεγονότα δεν έχουν σκιά, δεν είναι αναμνήσεις.
Reblogged στις vequinox.