<< Οι αρχαίοι Έλληνες και οι αρχαίοι Ινδουιστές έχουν μιλήσει για την αυτογνωσία, το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή: θέλω να ξέρω τον εαυτό μου, γιατί αν δεν τον ξέρω θα είμαι σαν ένα φύλλο στον άνεμο. Πρέπει, λοιπόν, να μάθω για τον εαυτό μου, όχι σύμφωνα με κάποιο ψυχολόγο, με κάποιο φιλόσοφο ή από κάποιο βιβλίο , που είτε το αποκαλείς ιερό είτε όχι είναι απλώς ένα βιβλίο. Μπορώ, λοιπόν, να τα παρακάμψω όλα αυτά, την αυθεντία όσων έχουν πει άλλοι για μένα; Μπορώ να τα παραμερίσω εντελώς όλα αυτά, επειδή ό,τι λένε πως είμαι, δεν είμαι. Πρέπει εγώ να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Ο εαυτός μου, το «εγώ» μου, είναι κάτι ζωντανό γι’ αυτό και πρέπει να το μάθω. Έχω βιώσει διάφορες εμπειρίες, κάθε είδους, που έχουν καταγραφεί στον εγκέφαλο κι έχουν γίνει μνήμη και μ’ αυτήν τη μνήμη ερευνώ τον εαυτό μου. Έτσι το παρελθόν ερευνά τον εαυτό μου. Αλλά το παρελθόν είμαι εγώ. Μπορώ, λοιπόν, να κοιτάξω τον εαυτό μου σαν να ήταν για πρώτη φορά; Όχι μέσα από ξεθωριασμένες μνήμες, όχι μέσα από προηγούμενες γνώσεις που έχω μάθει για τον εαυτό μου. Που σημαίνει: να μάθω για μένα από την αρχή, φρέσκα, επειδή είμαι κάτι ζωντανό, όχι κάτι νεκρό. Αν θέλεις να κατανοήσεις κάτι ζωντανό, πρέπει να το παρατηρήσεις με ένα ζωντανό νου, όχι με νεκρές γνώσεις, όχι με κάτι που έχεις μάθει, που ήδη ξέρεις. Ίσως να είστε «νεκροί», γιατί όλοι σας είστε παγιδευμένοι στις αναμνήσεις σας, που είναι κάτι νεκρό. Κι η παράδοση είναι κάτι νεκρό. Γίνεται, λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ζωτικό, γεμάτο ενέργεια, όταν μπορείς να κοιτάς, αυτό το δέντρο ας πούμε, τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, σαν να ήταν για πρώτη φορά. Να μη δίνεις όνομα στις αντιδράσεις και στα αισθήματά του, που σε παγιδεύουν στο δίχτυ του παλιού, έτσι ώστε να είναι πάντα καινούργια. Κάντε το. Μη συμφωνείτε απλώς με τον ομιλητή. Κάντε το και τότε θα δείτε τι εκπληκτική ζωντάνια έχει κανείς· θα νοιώσετε εκείνη την ενέργεια που έχει μια εξαιρετική ποιότητα φρεσκάδας, την ποιότητα κάτι εντελώς καινούργιου.
Δεν ξέρω αν κάποιοι από σας έχετε πάει, σοβαρά, βαθιά μέσα σας εντελώς πρόθυμα, με όλη σας την καρδιά, με χαρά, χωρίς καμιά αίσθηση εξαναγκασμού να το κάνετε, κι έχετε προσπαθήσει ν’ ανακαλύψετε τι είστε. Απλώς το να λέει κανείς, «είμαι ετούτο» ή «είμαι εκείνο» είναι ανώριμο, δεν έχει νόημα. Για να ερευνήσει, για να ανακαλύψει κανείς, πρέπει να υπάρχει χαρά, πρέπει να υπάρχει ενθουσιασμός, ζωντάνια, ιδιαίτερα όταν βαθαίνει κανείς σ’ αυτό το πολύπλοκο πράγμα που λέγεται νους. Αλλά οι πιο πολλοί από μας ερευνούμε είτε από απελπισία είτε για να βρούμε κάτι που θα μας δώσει τροφή για σκέψη, που θα μας δώσει ισορροπία, μια εξασφάλιση της συνέχειάς μας. Η πραγματική έρευνα πρέπει να είναι απαλλαγμένη απ΄ όλα αυτά. Ερευνά κανείς για να ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στο νου του.
Ερώτηση: Τι είναι αυτή η αυτογνωσία για την οποία μιλάτε και πώς μπορώ να την αποκτήσω;
Κρισναμούρτι: Κουβαλάτε διάφορες περίεργες ιδέες για την αυτογνωσία: ότι για να έχετε γνώση του εαυτού σας πρέπει να κάνετε διάφορες πρακτικές, πρέπει να διαλογίζεστε, πρέπει να κάνετε ένα σωρό πράγματα. Είναι πολύ απλό, κύριε. Το πρώτο βήμα είναι και το τελευταίο βήμα στην αυτογνωσία, η αρχή είναι και το τέλος. Το πρώτο βήμα είναι εκείνο που έχει σημασία: η αυτογνωσία δεν είναι κάτι που μπορείς να το μάθεις από κάποιον άλλον· κανείς δεν μπορεί να σε διδάξει αυτογνωσία, πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου· πρέπει να είναι μία ολόδική σου ανακάλυψη, κι αυτή η ανακάλυψη δεν είναι κάτι τρομερό, κάτι φανταστικό, είναι κάτι πολύ απλό, αλλά και πολύ δύσκολο. Το να μαθαίνεις για τον εαυτό σου σημαίνει να παρατηρείς τη συμπεριφορά σου, τα λόγια σου, όσα κάνεις στις καθημερινές σου σχέσεις — αυτό είναι όλο. Αρχίστε μ’ αυτό και τότε θα δείτε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να έχετε επίγνωση, απλώς να παρατηρείτε τον τρόπο της συμπεριφοράς σας· τις λέξεις που χρησιμοποιείτε γι’ αυτούς που βρίσκονται σε κατώτερη θέση από σας και για το αφεντικό σας· να παρατηρείτε , τη συμπεριφορά σας στη σχέση σας με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Παρατηρήστε απλώς τις σκέψεις σας, τα κίνητρά σας, στον καθρέφτη των σχέσεων και θα δείτε ότι τη στιγμή που κοιτάζετε θέλετε να διορθώνετε και λέτε: «Αυτό είναι καλό· αυτό είναι κακό· πρέπει να κάνω ετούτο και όχι εκείνο». Όταν βλέπετε τον εαυτό σας στον καθρέφτη των σχέσεων, η προσέγγισή σας είναι επικριτική ή επιδοκιμαστική κι έτσι διαστρέφετε αυτό που βλέπετε. Ενώ, αν παρατηρείτε απλώς μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη τη στάση σας απέναντι στους άλλους ανθρώπους, στις ιδέες και στα πράγματα, αν κοιτάτε απλώς και μόνο το γεγονός χωρίς κριτική, χωρίς επίκριση ή αποδοχή, τότε θ’ ανακαλύψετε ότι αυτή η ίδια η αντίληψη έχει τη δική της δράση. Έτσι αρχίζει η αυτογνωσία.
Το να παρακολουθείτε τον εαυτό σας, να παρατηρείτε ό,τι κάνετε, ό,τι σκέφτεστε, να βλέπετε ποια είναι τα κίνητρα και τα ελατήριά σας, κι ωστόσο να μην καταδικάζετε ή να μην δικαιώνετε τίποτα, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί ολόκληρη η παιδεία σας βασίζεται στην καταδίκη, στην κριτική και στην αξιολόγηση· έχετε ανατραφεί με το, «κάνε αυτό και όχι εκείνο». Αν όμως μπορείτε να κοιτάξετε μέσα στον καθρέφτη των σχέσεων, χωρίς να δημιουργείτε αντίθετα, τότε θα ανακαλύψετε ότι δεν υπάρχει τέλος στην αυτογνωσία. Και μην πείτε, «πρέπει να έχω επίγνωση κάθε λεπτό», γιατί αυτό είναι άλλη μια εκδήλωση της ανοησίας όταν θέλουμε να φτάσουμε κάπου, όταν θέλουμε να πετύχουμε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να έχεις επίγνωση του εαυτού σου και να συνεχίζεις να έχεις επίγνωση χωρίς να συσσωρεύεις αυτά που βλέπεις, επειδή από τη στιγμή που αρχίζεις να συσσωρεύεις φτιάχνεις ένα κέντρο και με αυτό το κέντρο κάνεις κριτική. Η αυτογνωσία δεν είναι μία διαδικασία συσσώρευσης, είναι μία διαδικασία ανακάλυψης την κάθε στιγμή μέσα στις σχέσεις.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο γνωρίζω τον εαυτό μου όλη την ώρα και στο αποκτώ γνώσεις για τον εαυτό μου Όταν η αυτογνωσία είναι μια συσσώρευση πληροφοριών που έχω μαζέψει μέσα στη μέρα για τον εαυτό μου, εμποδίζεται η κατανόηση του εαυτού μου. Συσσωρεύουμε γνώσεις για τον εαυτό μας και μ’ αυτές τού κάνουμε κριτική, κι αυτό γεννάει τις δυσκολίες μας. Έχοντας συσσωρεύσει γνώσεις μέσα από τις εμπειρίες, μέσα από τη μάθηση, από τα διαβάσματα σχετικών βιβλίων, από κάθε είδους ομάδες αυτογνωσίας και όλα τα υπόλοιπα, σκεφτόμαστε και λειτουργούμε με αυτές τις γνώσεις ως υπόβαθρο. Στρογγυλοκαθόμαστε μέσα στη γνώση κι από εκει λέμε: «Ξέρω τα πάντα για τον εαυτό μου: Είναι άπληστος, είναι ανόητος, θέλει αδιάκοπα να είναι ο καλύτερος…» — ή οτιδήποτε άλλο, τέλος πάντων, λέμε ότι είναι. Οπότε δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω για να το γνωρίσει κανείς. Τη στιγμή όμως που χώνεσαι σε μια θέση μέσα στη γνώση, η γνώση σου θα είναι πολύ επιφανειακή. Αν όμως δεν υπάρχει συσσώρευση γνώσης, πάνω στην οποία επαναπαύεται ο νους, τότε υπάρχει μόνο η κίνηση του «γνωρίζω διαρκώς»· και τότε ο νους γίνεται ικανός να αντιλαμβάνεται εξαιρετικά γρήγορα. Σημαντική, λοιπόν, είναι η διαρκής αυτογνωσία και όχι οι γνώσεις για τον εαυτό.
Πρέπει να έχουμε μία, χωρίς επιλογές, ολική επίγνωση των επιρροών, των συνηθειών, της παράδοσης, της διαμόρφωσης του νου μας ως Ινδουιστής, ως Χριστιανός, ως Βουδιστής κ.λπ. Το να έχει κανείς απόλυτη επίγνωση όλων αυτών σημαίνει να είναι εντελώς ευαίσθητος. Έτσι, η επίγνωση δεν είναι μόνο για ό,τι συμβαίνει εξωτερικά — ο βρώμικος δρόμος, η ανοησία της κοινωνίας, η φθαρμένη θρησκεία που δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, το παπαγάλισμα όσων γράφουν τα βιβλία και η αυθεντία των βιβλίων. Πρέπει να έχετε επίγνωση όλων όσων συμβαίνουν και συγχρόνως να έχετε επίγνωση ότι δεν σταματάτε ποτέ για λίγο να κοιτάξετε ένα δέντρο, δεν έχετε ποτέ καμιά επικοινωνία με τη φύση που έχει εκπληκτική ομορφιά. Τώρα: το να έχετε επίγνωση όλων αυτών των πραγμάτων εξωτερικά κι έπειτα της αντίδρασή σας σ’ αυτά τα εξωτερικά πράγματα – που είναι η εσωτερική κίνηση του έξω και που δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το μέσα- το να έχετε επίγνωση των εξωτερικών γεγονότων και των εσωτερικών αντιδράσεων σας σ’ αυτά και των εμπειριών που βιώνετε από αυτές τις αντιδράσεις, αυτό είναι το να έχεις ολική επίγνωση.>>
Κρισναμούρτι, “Εγώ χωρίς ΕΓΩ”, μετ.Αν.Ανδρεοπούλου-Ν.Πιλάβιος,εκδ.Καστανιώτη
Φέρνω κοντά για σύγκριση μερικές προτάσεις από το μικρό αυτό απόσπασμα του βιβλίου:
Α. Οι ψευδαισθήσεις είναι πραγματικότητα. (Τότε τί είναι οι αισθήσεις;).
Β. Ποιός θα σας το πει; Προφανώς κανείς. (Άρα Κρισναμούρτι=ο κανείς, αφού αυτό λέει στους ακροατές και αναγνώστες του).
Γ. Σ’ αυτή (στη νοημοσύνη), δεν μπερδεύονται η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση. Μα είναι δυνατό τόσες αντιφάσεις μέσα σε δύο παραγράφους; Αν η νοημοσύνη-όπως την εννοεί-είναι δεδομένη, τότε δεν χρειάζονται οι διαλέξεις και τα βιβλία του. Αν δεν είναι δεδομένη, τότε πρέπει να διδαχθεί και αυτό κάνει-κάκιστα-ο Κρισναμούρτι, αφού ο ίδιος απορρίπτει τη διδασκαλία, στα λόγια βέβαια αλλά όχι στην πράξη.
Καλημέρα σας κύριε Οικονόμου και καλώς σας βρήκα.
Δε θα ήταν σωστό να προσπαθήσω να ερμηνεύσω τον Κ αλλά μπορώ να σας σας πω τί καταλαβαίνω εγώ.
Καταρχήν να πω ότι η σύγκριση είναι αποκλειστική ιδιότητα- εργαλείο της σκέψης αλλά σε μια αληθινή έρευνα χρειάζεται να βάλουμε και την καρδιά μας.
Για εμένα λοιπόν:
Α. Οι αισθήσεις είναι η πηγή από την οποία πίνουμε το νερό της πραγματικότητας αυτού του κόσμου.
πχ βλέπω έναν άνθρωπο,τον ακούω κλπ
Ακολουθεί η σκέψη που σε ψυχολογικό επίπεδο διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και δημιουργεί τις δικές της ψευδαισθήσεις που όμως είναι κι αυτές μια πραγματικότητα ξεχωριστή για τον κάθε άνθρωπο.
πχ πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος που μόλις συνάντησα είναι πολύ πιο σπουδαίος από εμένα γιατί είναι επιστήμονας ,έχει γνώσεις κλπ νιώθω λίγο άβολα και άσχημα που δεν είμαι σαν κι αυτόν κλπ
Β.Ποιός θα μας το πει;Προφανώς κανένας.Αφού όποιος και να σου το πει αν δε το δεις με όλη σου την καρδιά και το μυαλό μαζί δε σημαίνει τίποτα.Και αφού είσαι εσύ αυτός που πρέπει να δει το γεγονός ,εσύ αυτός που πρέπει να κάνει όλη την εργασία, δεν υπάρχει κανείς να σου πει τί να κάνεις.
«Γνώθι σαυτόν» σημαίνει γνωρίζω τον εαυτό μου διαρκώς κάθε στιγμή και όχι συγκεντρώνω γνώσεις για τον εαυτό μου.Αυτό από μόνο του κάνει τον δάσκαλο και πρακτικά αδύνατο να συμμετέχει με τον μαθητή σ’ αυτήν την εργασία.
Γ.Η νοημοσύνη δεν είναι δεδομένη αλλά ούτε μπορεί να διδαχθεί.Μπορεί μόνο να ξυπνήσει από έναν ερευνητικό νου που πάει βαθιά πέρα από τη σκέψη και σε καμιά περίπτωση από τον άριστο ή κάκιστο δάσκαλο του ερευνητή.
Τελειώνοντας μαζί με την καλημέρα μου παραθέτω και τρία αποσπάσματα που ίσως βοηθήσουν στην κουβεντούλα μας:
Α.
Υπάρχουν, λοιπόν, εκείνοι που λένε ότι τραβάμε κουπί μέσα στην ίδια βάρκα, μέσα στο ίδιο ποτάμι· ή, μπορεί, εκείνοι να βρίσκονται πολύ μπροστά και ο ομιλητής να βρίσκεται πολύ πιο πίσω, αλλά είμαστε πάντα στο ίδιο ποτάμι. Και ο ομιλητής, σε συζητήσεις μαζί τους, αμφισβητώντας, ρωτώντας, απαιτώντας να μάθει, πιέζοντας τα πράγματα όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά, στο τέλος άκουγε πολλούς από αυτούς να λένε: « ό,τι λέτε εσείς είναι τέλειο, είναι η Αλήθεια» ή «είσαστε η ενσάρκωση της Αλήθειας» κι άλλα τέτοια είδους, αλλά ύστερα να μ” αποχαιρετούν και να φεύγουν λέγοντας: «Εμείς έχουμε να κάνουμε με κοινούς ανθρώπους και αυτά που λέτε εσείς είναι μόνο για μία ελίτ». Κι εγώ απαντώ: «Αυτό κι αν είναι ανοησία»! Καταλαβαίνετε;
Υπάρχει, λοιπόν, κανένας λόγος να συγκρίνουμε και να λέμε, «ο γκουρού μου είναι καλύτερος από τον γκουρού σου»; Γιατί δεν μπορούμε να κοιτάμε τα πράγματα όπως είναι; Αμφισβητώντας, αμφιβάλλοντας, ρωτώντας, απαιτώντας, εξερευνώντας, χωρίς ποτέ να λέμε: «η δική μου άποψη είναι καλύτερη από τη δική σου» ή «όλοι κάνουμε το ίδιο πράγμα». Προχτές μου είπε κάποιος: « Ό,τι λέτε εσείς το ίδιο λέω κι εγώ, ποια είναι η διαφορά»; Κι απάντησα: «Καμία απολύτως».
Χρησιμοποιούμε την ίδια γλώσσα, αλλά το περιεχόμενο, το βάθος που βρίσκεται πίσω από τις λέξεις μπορεί να είναι τελείως διαφορετικό. Ικανοποιούμαστε τόσο εύκολα με εξηγήσεις, με περιγραφές, κι εντυπωσιαζόμαστε από την αίσθηση ότι υπάρχει γύρω από εκείνον που τις κάνει, μια γενική επευφημία, δόξα, κι όλα τα συμπράγκαλα. Απλώς δεν βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει.
Έχετε παρακολουθήσει ποτέ, έχετε δει, πώς δουλεύει το μυαλό σας; Αυτή είναι μια από τις ερωτήσεις που θα ήθελα να σας κάνω. Το έχετε παρακολουθήσει να δουλεύει όπως θα το παρακολουθούσε κάποιος τρίτος; Καταλαβαίνετε; Το έχετε κάνει ποτέ; Ή το μυαλό σας συνεχίζει να δουλεύει μηχανικά με τις παλιές του συνήθειες, τα παλιά του πιστεύω και δόγματα, τις παλιές ιεροτελεστίες, ασχολίες και τέτοια; Εάν μου επιτρέπετε, να σας ρωτήσω: είναι έτσι το μυαλό σας; … Σιωπή… Έχετε ποτέ παρακολουθήσει μια σκέψη να κυνηγάει μια άλλη σκέψη· έχετε παρακολουθήσει τη σειρά από συνειρμούς, τη σειρά από αναμνήσεις και να είστε γαντζωμένοι στις ίδιες σας τις εμπειρίες; Δεν είναι, λοιπόν, αναγκαίο να έχουμε επίγνωση όλων αυτών των πραγμάτων;
Γιατί συγκρίνουν, λοιπόν, γιατί λένε πως είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα; Μπορεί να είμαστε στην ίδια βάρκα -και πιθανόν να είμαστε- όλοι μας. Αλλά γιατί συμπεραίνουμε ότι είμαστε στην ίδια βάρκα; Είναι δυνατόν, να μη δεχτούμε κανένα γκουρού, κανένα αρχηγό και ειδικά τον ομιλητή που έχετε αυτή τη στιγμή μπροστά σας; Είναι δυνατόν να μη δεχτούμε ποτέ, οτιδήποτε ψυχολογικό, εκτός από εκείνα που έχουμε παρατηρήσει εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, στις σχέσεις μας, στην ομιλία μας, στον τόνο της φωνής μας, στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, στις χειρονομίες μας και λοιπά; Μπορεί κανείς να έχει επίγνωση όλων αυτών, ολόκληρη τη μέρα ή έστω κάποιο διάστημα μέσα στη μέρα; Τότε, όταν κανείς είναι πραγματικά προσεκτικός, συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό…
Ίσως τότε να μη χρειάζεστε κανένα γκουρού, κανένα αρχηγό, κανένα βιβλίο, συμπεριλαμβανομένων και των βιβλίων του ομιλητή.
«Η τέχνη της ζωής»
—————————————————————————————————
Β.
Κρισναμούρτι: «Ας είμαστε ξεκάθαροι, κύριε. Άγνοια σημαίνει έλλειψη κατανόησης γενικά ή έλλειψη κατανόησης του εαυτού μας -όχι του ανώτερου εαυτού ή του κατώτερου και τέτοια. Η πόρτα από την οποία πρέπει να περάσω για να βγω, είναι το «εγώ», δεν είναι έξω από το «εγώ». Δεν είναι μια πραγματική πόρτα σαν εκείνη την ξύλινη. Είναι μια πόρτα μέσα μου από την οποία πρέπει να περάσω. Κι εσείς μου λέτε, «Κάν” το».
Σουάμι Βενκατεσαναντα: «Ακριβώς»
Κ: «Ε, τότε η δουλειά σας ως δάσκαλος έχει τελειώσει. Δεν γίνεστε σπουδαίος, δεν αρχίζω να σας λατρεύω. Δεν μου διαλύσατε τα σκοτάδια της άγνοιας. Απλώς μου δείξατε ότι, εσύ ο ίδιος είσαι η πόρτα απ” την οποία πρέπει να περάσεις μόνος σου»
Σ.Β.: «Ναι, αλλά δεν θα δεχόσαστε ότι αυτό το δείξιμο ήταν αναγκαίο;»
Κ: «Ναι, φυσικά. Κι εγώ το κάνω, δείχνω. Όλοι το κάνουμε αυτό. Ρωτάω ένα περαστικό στο δρόμο: Μπορείτε, σας παρακαλώ να μου πείτε, πώς πάνε στο Σάανεν; κι εκείνος μου λέει: Ε, δεν κάθομαι να χάνω την ώρα μου εκφράζοντας τη λατρεία μου και λέγοντάς του -Ω, θεέ μου, είστε ο σπουδαιότερος άνθρωπος που υπάρχει. Όλα αυτά παραείναι παιδιάστικα!»
«Το ξύπνημα της νοημοσύνης»
—————————————————————————————————
Γ.
Ερώτηση: Ήθελα να σας ρωτήσω,κύριε, σχετικά με το (…) τι σημαίνει να μελετά κανείς τις Διδασκαλίες.
Κρισναμούρτι:…Νομίζω ότι θα’θελα όσα λέει ο Κ να γίνουν ολοκληρωτικά μέρος της ζωής μου κι όχι απλώς να έχω μελετήσει τον Κ και να επαναλαμβάνω ότι λέει εκείνος αλλά, κατά την μελέτη, να αφομοιώνω πραγματικά…όχι μόνο κομμάτια από ‘δω κι από ‘κει, όχι μόνο αυτά που με βολεύουν.
Ερ: Μπορούμε να συζητήσουμε για το πώς γίνεται αυτό;(…)
Κ: …Για να μελετήσω αυτό που λέει ο Κ θα ήθελα να το ερευνήσω να το εξετάσω, να το αμφισβητήσω κι όχι μόνο να διαβάσω κάτι.(…)Θα διάβαζα όχι απλώς για να απομνημονεύσω, αλλά θα διάβαζα για να μάθω, να δω τι λέει καθώς και τις δικές μου αντιδράσεις σ’ αυτό (αν συμφωνώ ή βρίσκομαι σε αντίθεση, αν έχει δίκιο αυτός ή εγώ), έτσι ώστε να υπάρχει μια διαρκής επικοινωνία κι ανταλλαγή ανάμεσα σε ό,τι διαβάζω και σε ό,τι αισθάνομαι.Θα ήθελα να εδραιώσω μια σχέση ανάμεσα σ’ αυτά που διαβάζω,βλέπω,ακούω και σ’ εμένα, με τις αντιδράσεις μου, τη διαμόρφωσή μου…[θα ήθελα να εδραιώσω]… ένα διάλογο ανάμεσα σε κείνον και σε μένα.Ένας τέτοιος διάλογος πρέπει αναπόφευκτα να φέρει μια ριζική αλλαγή.
Ερ: …Όταν κάποιος διαβάζει κάτι το εξαιρετικό, πώς κρατιέται αυτό;
Κ: Κύριε, δεν χρειάζεται να το κρατήσετε. Από τη στιγμή που το διαβάσετε και δείτε ότι είναι αλήθεια, είναι δικό σας, δεν χρειάζεται να το “κρατήσετε”. Έχετε πια για πάντα επίγνωση αυτού του πράγματος. Το κοιτάτε συνέχεια. Ακόμα κι όταν πλένετε πιάτα, εκείνο είναι εκεί.
{..Δεν επιτρέπω ποτέ στον εαυτό μου να παγιδευτώ απ’ όσα λέγονται. Κάνω ερωτήσεις όλη την ώρα…Αν μου φαινόταν η διδασκαλία σωστή, θα ρώταγα: “Γιατί νιώθω ότι είναι σωστή;”}