Το παιδί
παρέταξε στο γυαλισμένο πάτωμα
τα παιχνίδια του,με τάξη και φροντίδα.
Το τύμπανο,
την τρομπέτα,
τα κανόνια,
τα στρατιωτάκια
κι έναν αξιωματικό με πολλά χρυσά,
σίγουρα στρατάρχη,
το μακρουλό τρενάκι
με τη γυαλιστερή του μηχανή,
ένα μικρό αεροπλάνο
κι ένα μεγάλο αυτοκίνητο,
όλ’ αυτά σε μια πλευρά.
Στην άλλη πλευρά
μπήκε μια κούκλα με σγουρά μαλλιά,
ντυμένη στην τελευταία μόδα,
μ’ ένα κοντό φουστάνι,
με μαύρα ψηλά παπούτσια
και μεταξένιες κάλτσες.
Λίγο πιο κει,
κάτι άντρες με μακριά παλτά και ψηλά καπέλα,
μια σακούλα
μ’ ένα κορδόνι,
για να κλείνονται όλα εκεί μέσα.
Το παιδί τα έφτιαξε και έφυγε.
Τότε σηκώθηκε ένας απ’ τους άντρες με τα μακριά παλτά,
κρατώντας το καπέλο του στο χέρι:
«Αντιπροσωπεύω το Θεό
κι ακούστε με όλοι.
Έχω ανακαλύψει
την Κόλαση και τον Παράδεισο.
Όλοι όσοι υπακούν
πάνε στους Ουρανούς,στον Παράδεισο με τους Θεούς,
αλλά εκείνοι που δεν υπακούνε
πέφτουν στην Κόλαση και σε μεγάλη δυστυχία.
Εγώ ξέρω σε ποιον ταιριάζουν κι αξίζουν οι Ουρανοί,
μόνον εγώ μπορώ να δώσω πνευματικές διακρίσεις και
τίτλους πνευματικούς,
μόνον εγώ μπορώ να κάνω κάποιον άνθρωπο ευτυχισμένο
ή δυστυχή,
μόνον εγώ μπορώ να σας γνωρίσω το Θεό,
μόνον εγώ ξέρω το μονοπάτι που οδηγεί σ’ Αυτόν,
είμαι ο ιερέας του Θεού».
Ύστερα ούρλιαξε ο άντρας με τα πολλά χρυσά
και το σπαθί:
«Εγώ είμαι ο προστάτης,ο νομοθέτης
κι εκείνος που έχει στα χέρια του τη ζωή.
Εγώ, με τους φίλους μου τους εμπόρους,
αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε πολέμους,
να σφάξουμε και να σκοτώσουμε,
για να σας προστατέψουμε,φίλοι μου,απ’ τους εχθρούς σας.
Η πατρίδα μας είναι πάνω απ’ όλα
κι αλίμονο σ’ όποιους δε σκοτώσουν,
σ’ όποιους δε φορέσουν τη στολή,
σ’ όποιους εγώ αποφασίσω ότι δεν είναι πατριώτες.
Ο Θεός είναι στο πλευρό μας κι ανεμίζει τη σημαία μας,
τη μοναδική σημαία που αξίζει».
Ύστερα ένας χοντρός,μεγαλόσωμος άντρας μίλησε ήσυχα:
«Εσείς οι δυο μπορείτε να λέτε ό,τι σας αρέσει,
αλλά εγώ είμαι που έχω τα λεφτά.
Εγώ έχω στα χέρια μου τα πάντα,
όλη την κοσμική εξουσία,
όλη τη σκληρότητα και την καλοσύνη,
την πρόοδο και την εξέλιξη.
Χωρίς εμένα τίποτα δεν μπορεί ν’ αποφασιστεί.
Είμαι άνθρωπος με μεγάλα πλούτη,
κι όχι σαν τα δικά σου πλούτη που είναι μόνο του Θεού.
Αυτά είχα να πω».
Ύστερα, ο άντρας που κανείς δεν του ‘χε δώσει σημασία
είπε:
«Μπορώ να καταστρέψω όλους τους Θεούς σας,
τις θεωρίες σας και τα πλούτη σας,
χωρίς εμένα δεν μπορείτε τίποτα να κάνετε.
Δεν μπορείτε να μου μιλάτε για Θεό
όταν είμαι πεινασμένος,
ταίστε με για ν’ ακούσω για τους Θεούς σας.
Δεν μπορείτε,έτσι,στα κανόνια
να με δίνετε τροφή.
Πληρώστε με,ενθουσιάστε με
και θα πολεμήσω.
Είστε πλούσιοι εις βάρος μου,
μοχθώ για σας,υποφέρω για σας,
εγώ είμαι το φαί και οι ανέσεις σας,
εγώ είμαι η αγάπη σας και η καταστροφή σας,
θα σας ξεγυμνώσω απ’ όλα αυτά:
Κηρύσσω απέργια».
Ύστερα μίλησε η κυρία με το κοντό φουστάνι:
«Με πιάνουν τα γέλια,
καθώς ο καθένας από σας
νομίζει πως αυτός είναι ο πιο σπουδαίος.
Εκεί που δοξάζετε τη σπουδαιότητα του εαυτού σας,
για σκεφτείτε που θα είσαστε χωρίς εμένα:
Ακόμα στον Παράδεισο ή στην Κόλαση
που κηρύττεις,φίλε με το μακρύ παλτό.
Είμαι η αδελφή σας,η μάνα σας,
η γυναίκα σας κι ο έρωτάς σας.
Παίζω πάνω στη σκηνή της ζωώδους διασκέδασής σας,
φέρνω στον κόσμο παιδιά-μ’ όλη την αγωνία τους-
για ευχαρίστησή σας,
ντύνομαι δείχνοντας όσα χρειάζεστε
για τη δική σας ευχαρίστηση,
βάφομαι και γίνομαι γελοία
για τη δική σας ευχαρίστηση,
κάνω τα πάντα για ένα σας βλέμμα
και λαχταρώ τον έρωτά σας,
κι ωστόσο θα ‘θελα να ‘χω παιδιά χωρίς εσάς,
αναζητάω την ελευθερία μακριά από σας,
παλεύω ν’ απελευθερωθώ από τον πόθο σας
και να σας δείξω την ισότητά μας,
κάνοντας πράγματα που σας αφήνουν άφωνους.
Θα μπω σ’ όλους τους χώρους που τους θέλετε μόνο δικούς σας,
θα πάρω όλες τις τιμές και δόξες σας,
θα με λατρέψετε,
θα με βεβηλώσετε,
είμαι γυναίκα,
αλλά εγώ είμαι ο κύριός σας».
Ύστερα άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί,
αναπτύσσοντας τη μία και την άλλη θεωρία,
ετούτη τη λύση και την άλλη,
η μια τάξη σε σύγκρουση με την άλλη τάξη,
οι πλούσιοι σε σύγκρουση με τους φτωχούς,
οι πεινασμένοι σε σύγκρουση με τους καλοθρεμμένους.
Ατέλειωτη φασαρία και χάος,δηλαδή.
Το παιδί γύρισε πίσω,
μάζεψε τα παιχνίδια του,
κλοτσώντας ένα δυο
μες τη βιασύνη του,
κι ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο
γελώντας.
Κρισναμούρτι»Παραβολές και ποιήματα» μετάφραση Ν.Πιλάβιος,εκδ.Κέδρος
Σχολιάστε